Χελιδόνα – η Κόψη των Αηλιάδων
Η Κόψη των Αηλιάδων είναι μια αισθητική προσέγγιση της Χελιδόνας Ευρυτανίας (1.974 μ.), που σε ανεβοκατεβάζει στην κορυφογραμμή της σχεδόν με τρόπο μεθυστικό. Η απόμακρη κορυφή δοκιμάζει τη στωικότητα του πεζοπόρου, που καλείται συνεχώς να ανακτήσει το ύψος που έχασε, μέχρι να ανταμειφθεί με την κατάκτησή της.
Δυσκολία και δεδομένα διαδρομής: Π3 – Τεχνική Πεζοπορία (1240 μ./13,4 χλμ./9ώ.)
Χρόνος καταγραφής: 26 Φεβρουαρίου 2023
Προτεινόμενος εξοπλισμός: Π3 (Εξοπλισμός Τεχνικής Πεζοπορίας)Όροι Χρήσης & Αποποίηση Ευθύνης
Όροι Χρήσης & Αποποίηση Ευθύνης: Το παρόν blog έχει χαρακτήρα απομνημονεύματος/βιωματικής αποτύπωσης, είναι ερασιτεχνικό, δεν συνιστά προτροπή για την ανάληψη των περιγραφόμενων δραστηριοτήτων και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις συμβουλές ή υπηρεσίες εξειδικευμένων επαγγελματιών. Ενδεχομένως οι πληροφορίες που παρέχονται στο παρόν blog, καθώς και σε τυχόν εξωτερικούς συνδέσμους να είναι άστοχες, ανακριβείς και παραπληνητικές, εξαιτίας των μεταβαλλόμενων συνθηκών, παρανόησης εκ μέρους του συντάκτη ή λάνθασμένης καταγραφής σε τεχνικά μέσα (GPS). Ο διαχειριστής δεν ευθύνεται καθόλου και σε καμία περίπτωση, σε οποιονδήποτε βαθμό αμέλειας, για τυχόν παρανοήσεις που δύνανται να προκύψουν από τη χρήση αυτού κατά την ενάσκηση των σχετικών δραστηριοτήτων – οι οποίες εξελίσσονται σε μη ελεγχόμενο φυσικό περιβάλλον και εμπεριέχουν εγγενείς κινδύνους για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των συμμετεχόντων. Οι επιδιδόμενοι σε αυτές οφείλουν να διασταυρώνουν τις πληροφορίες τους, να εκτιμούν τις προσωπικές τους σωματικές και τεχνικές δυνατότητες, καθώς και τις ειδικές συνθήκες κάθε εξόρμησης, την οποία αναλαμβάνουν αποκλειστικά με δική τους ευθύνη. Απαγορεύεται αυστηρά η ολική ή μερική αναπαραγωγή, ανατύπωση, παράφραση, διασκευή ή οποιαδήποτε άλλη μορφή απόδοσης του περιεχομένου του παρόντος ιστότοπου, με οποιοδήποτε μέσο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοαντιγραφικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του συντάκτη.
Αν ποτέ βρεθείτε στα ιστορικά βουνά της Ευρυτανίας, εκεί ανάμεσα στους ορεινούς Τιτάνες της Στερεάς Ελλάδας –του Τυμφρηστού, του Παναιτωλικού και των Βαρδουσίων– έτσι όπως κινείστε στους επαρχιακούς δρόμους μεταξύ Καρπενησίου, Μεγάλου Χωριού και Προυσού, υψώστε το φιλοπερίεργο βλέμμας σας για να ατενίσετε, στον δυτικό ορίζοντα, τη χαρακτηριστική πανέμορφη κορυφογραμμή της Χελιδόνας, γνωστή και ως «Κόψη των Αηλιάδων», που δεσπόζει πάνω από το Παλαιό Μικρό Χωριό και την τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών στα δυτικά. Εκτεινόμενη σε μήκος 7 περίπου χιλιομέτρων, η ορεινή αυτή γραμμή προϊδεάζει σχεδόν χαιρέκακα για την ψυχολογική δοκιμασία στην οποία μέλλει να θέσει τον ορειβάτη, με τα συνεχή σκαμπανεβάσματά της και την «απλωμένη» υψομετρική της ανάβαση. Πρόκειται για την πλέον θεαματική και βουνολατρική εκδοχή της Χελιδόνας, η οποία –εξαιτίας της έκτασής της, της αραιής της σήμανσης και περιορισμένων ημιαναρριχητικών/απότομων περασμάτων– δεν περπατιέται όσο το λαοφιλές και επαρκώς σηματοδοτημένο μονοπάτι, που ανηφορίζει βορείως και παράλληλα της χαμηλότερης ράχης «Διαβολάκια» και μέσα από το πλατύ βορειοανατολικό λούκι της κορυφής. Τούτο σημαίνει ότι, ξεκινώντας την πορεία μας από τη «δύσκολη» βερσιόν των Αηλιάδων, θα καταλήξουμε στην αφετηρία μας (Παλαιό Μικρό Χωριό), κατεβαίνοντας το «νορμάλ» καλοσυντηρημένο μονοπάτι σε πιο ανέμελους ρυθμούς, απολαμβάνοντας την οργιώδη δασική βλάστηση, εκτελώντας κύκλο – που αποτελεί ένα από τα αισθητικά πλεονεκτήματα της συγκεκριμένης ανάβασης.
Αφετηρία μας το Παλαιό Μικρό Χωριό Ευρυτανίας, που είχε ερημώσει μετά την πολύνεκρη κατολίσθηση του 1963, οπότε και οι χωρικοί εξαναγκάστηκαν να μετοικήσουν λίγο βορειότερα, ανοικοδομώντας το Νέο Μικρό Χωριό (1964). Σταθμεύουμε με ασφάλεια πλησίον του ιστορικού καμπαναριού (1894) που δεσπόζει στο νοτιοανατολικό άκρο του Παλαιού Μικρού Χωριού, στο πλάι του πετρόκτιστου Ιστορικού & Λαογραφικού Μουσείου [38.828245, 21.724294]. Ξεκινώντας την πεζοπορία προς την ίδια νοτιανατολική κατεύθυνση –αρχικά στην άσφαλτο και κατόπιν επί χωματόδρομου– συναντάμε πολύ σύντομα, ένα εκκλησάκι και, ύστερα από λίγο, απέναντι από ένα μικρό πλάτωμα στα αριστερά του χωματόδρομου, εντοπίζουμε το μονοπάτι και τρυπώνουμε στη δασωμένη δυτική πλαγιά, από όπου ουσιαστικά ξεκινάει και η ανάβαση στην κορυφογραμμή [38.825137, 21.726777], σύμφωνα με την παραλλαγή που ακολούθησε ο γράφων. Οι περισσότερες πηγές (anavasi maps, topoguide) αναφέρουν ως αφετηρία του μονοπατιού το εκκλησάκι του Άγιου Σώστη –που βρίσκεται 1,6 χλμ νοτίως του χωριού στο τέρμα του χωματόδρομου [38.819780, 21.724346]. Σε κάθε περίπτωση, τα δύο μονοπάτια είναι επαρκώς σηματοδοτημένα και συναντιούνται ψηλότερα, πριν τον πρώτο «Αηλιά» [1.380 μ., 38.823154, 21.713296], όπου φτάνει κανείς με συνεχή ανηφόρα αλλά χωρίς τεχνικές απαιτήσεις.





Συνεχίζουμε να παίρνουμε ύψος πάνω στην κορυφογραμμή, ενίοτε σε μεγάλες κλίσεις, όπου μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα χέρια μας για πρόσθετη στήριξη, σε μη εκτεθειμένες απότομες πλαγιές. Η σήμανση γίνεται όλο και πιο αραιή όμως παραμένει απρόσκοπτη. Πλησίον του «Αηλιά» των 1.600 μ. [38.824394, 21.703765], η πορεία μας ανακόπτεται από βράχινο χαμηλό τείχος, όπου έχουν σημειωθεί με σπρέι δύο μεγάλοι κόκκινοι δείκτες, που προτρέπουν επιτακτικά για αριστερή παράκαμψη [ΦΩΤΟ]. Εκεί προσεγγίζουμε με στοιχειώδες scrambling (στη δική μου περίπτωση, με λίγο κολύμπι μέσα στις τελευταίες χιονούρες) και αφού κάνουμε τον γύρο του βράχου, καλούμαστε να σκαρφαλώσουμε σε χαμηλό πατάρι, χρησιμοποιώντας χέρια για μία-δύο κινήσεις, ώστε να ανέβουμε περίπου ένα σώμα ψηλότερα και να συνεχίσουμε την πορεία μας. Πρόκειται για ήσσονος σημασία ημι-αναρριχητικό πέρασμα UIAA I, που φυσικά θέλει την προσοχή του, ιδίως ως προς τη σταθερότητα των πιασιμάτων που θα χρησιμοποιήσουμε, ώστε να μην καταλήξουν από τη χούφτα μας στο κεφάλι του άτυχου συνοδοιπόρου που ακολουθεί.
Ίσως η πιο ενδεής στιγμή της πεζοπορικής ημέρας είναι όταν, έχοντας πάρει κάποιο σεβαστό ύψος και έχοντας διανύσει κάποια χιλιόμετρα σε απαιτητικό τερέν, βρίσκεσαι αποσβολωμένος να αντικρίζεις την απέναντι πλαγιά, έχοντας στα πόδια σου μια απότομη κατάβαση περί τα 150 μέτρα, την οποία φυσικά διαδέχεται η αντίστοιχη απότομη ανάβαση! Και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η απέναντι πλαγιά φαντάζει αδιάβατη, επιβλητική, σχεδόν αποκαρδιωτική και βέβαια… no sign of our quarry. Τελικά, όπως και με τα περισσότερα πράγματα στη ζωή, η ανηφόρα αποδεικνύεται ευκολότερη όταν σταματήσεις να την κοιτάς και βαλθείς να την ανέβεις. Το μονοπάτι ακολουθεί χαμηλά τη ράχη, τραβερσάρει αρκετά δεξιά (δεν οδηγεί κατευθείαν προς την κορυφή) και ανηφορίζει προς ομαλότερη κόντρα, μέσω της οποίας κινούμαστε αριστερά και επανερχόμαστε στην κόψη, σε υψόμετρο κοντά στα 1650 μ. [38.824997, 21.696811]. Παρά τη δυσοίωνη εικόνα της, η πλαγιά σκαρφαλώνεται σχεδόν απροβλημάτιστα, με περισσή προσοχή σε κάθε βήμα για τυχόν σαθρά πατήματα και χέρια όπου χρειάζεται –σε επίπεδο εύκολου scrambling– απλώς για πρόσθετη στήριξη/τράβηγμα. Ιδίως στην περίπτωσή μας, βρήκαμε το συγκεκριμένο σημείο χιονισμένο, γεγονός που ίσως προσέφερε κάποια έξτρα πατήματα στο συμπαγές χιόνι, ιδίως ψηλότερα. Όταν έγινε η πορεία (Μάρτιος 2023) υπήρχαν κάποια αραιά, πλην δε τακτικά, κόκκινα σημάδια επί της πλαγιάς.
Έπειτα από μερικά βήματα χαλάρωσης πάνω στην ομαλή κόψη, παίρνουμε άλλη μια βαθιά ανάσα, υπομένουμε μια ακόμη κόντρα και φτάνουμε πλησίον προκορυφής 1850 μ. περίπου [38.824924, 21.691902], που παρακάμπτουμε από αριστερά, αφού η πορεία μας στην καθαρή κορυφογραμμή ανακόπτεται από εξαιρετικά δύσβατους βράχινους όγκους. Κάπου εκεί αντικρίζουμε για πρώτη φορά το διάσελο και την πραγματική κορυφή της Χελιδόνας (όχι δηλαδή των αλλεπάλληλων «Αηλιάδων» που συναντούσαμε και ελπίζαμε να είναι η Χελιδόνα). Η τραβέρσα στη νότια απότομη πλαγιά τής τελευταίας προκορφής απαιτεί σταθερό βήμα και σωστή χρήση των μπατόν, κυρίως επειδή το κεκλιμένο έδαφος αποτελείται από σαθρό μείγμα λίθων/χώματος, αλλά κατά τα λοιπά δεν χρειάζεται χέρια, παρά μόνο για ισορροπία/στήριξη. Στο διαδίκτυο έχει αναφερθεί και η δυνατότητα παραμονής πάνω στη γραμμή της καθαρής κόψης, με ανάβαση στον τοίχο, κάτι που –στο συγκεκριμένο σημείο– θα προϋπέθετε υλικά παραδοσιακής αναρρίχησης, σκαρφάλωμα περί UIAA IV και, ίσως, ραπέλ, για την επιστροφή στη σηματοδοτημένη πορεία. Όμως, η συγκεκριμένη καταγραφή ακολουθεί την ευκολότερη πεπατημένη. Εξάλλου, έχουμε ήδη παραστρατήσει από μια αυστηρή, «ανόθευτη» εκτέλεση της κόψης σε προηγούμενα περάσματα, στα οποία παρακάμψαμε συνειδητά την «ντιρέκτ» προσέγγιση.
Στο διάσελο, σηκώσαμε το βλέμμα και ατενίσαμε το υπόλοιπο της στρωτής, πλην δε ανηφορικής, ανάβασής μας στη Χελιδόνα. Η τελευταία πλαγιά μοιάζει με τόσες άλλες, λίγο κουραστικές, «κόντρες» των ελληνικών βουνών και δεν προβληματίζει, ούτε τεχνικά ούτε σε επίπεδο προσανατολισμού. Αν δεν με γελάει η μνήμη μου, ίσως υπήρχε μια σειρά κάπως παραπλανητικών σημαδιών που τραβέρσαρε το βουνό προς τον βορρά αντί να ανηφορίζει για την κορυφή. Δεν παίρνω και όρκο – την ημέρα εκείνη ο αέρας δημιουργούσε παραισθήσεις υπεροξυγόνωσης. Σε κάθε περίπτωση, απλώς περπατήσαμε ανηφορικά με κατεύθυνση δυτική από το διάσελο, μέχρι που το βουνό τελείωσε. Πατούσαμε, επιτέλους, την κορυφή της Χελιδόνας [38.824746, 21.685898]. Οι Αηλιάδες ξοπίσω μας πανηγυρίζουν!
Η κατάβαση αναπόφευκτα ενέχει μια ασύνετη αίσθηση χαλάρωσης, μετά την τεταμένη προσοχή στην Κόψη των Αηλιάδων, καθώς ακολουθεί το κλασικό, καλά σηματοδοτημένο και χιλιοπατημένο μονοπάτι προς το Παλαιό Μικρό Χωριό. Από την κορυφή, αναζητούμε στη νοτιοανατολική πλευρά της πλαγιάς κίτρινα σημάδια, τα οποία τραβερσάρουν τη δυτική πλαγιά της Χελιδόνας (ίσως το πιο δύσκολο κομμάτι της «νορμάλ» διαδρομής), οδηγώντας σύντομα στο διάσελο μεταξύ Χελιδόνας και κορυφής «Μοσχοπλάι» (1641 μ.). Από εκεί, χωρίς να μας απασχολεί εμμονικά η αναζήτηση σήμανσης (εμείς τη χάσαμε για λίγο, λόγω χιονοκάλυψης), κατηφορίζουμε όλο βορειοανατολικά, για να τρυπώσουμε χαμηλότερα στις δασωμένες ανατολικές πλαγιές του βουνού, παραμένοντας εντός του επαρκώς συντηρημένου μονοπατιού. Στο σημείο «Ποτιστής» ξεδιψάσαμε και ρεμβάσαμε, έχοντας τον νου μας –μέσα στην παραζάλη της ενδορφίνης και του γάργαρου νερού της κρήνης– να μη χάσουμε το μονοπάτι, το οποίο δεν συνεχίζει στον δασικό δρόμο, αλλά αριστερά της αρχικής μας εισόδου σε αυτόν. Ύστερα από 1 περίπου χιλιόμετρο κατάβασης σε πυκνό, σκιερό δάσος, συναπαντιόμαστε και πάλι με δασικό δρόμο, τις καμπύλες του οποίου θα κόψουμε εγκαρσίως αρκετές ακόμα φορές, προτού καταλήξουμε οριστικά, ύστερα από 0,5 περίπου χιλιόμετρο στην άνεση του χωματόδρομου. Είναι ώρα να βαδίσουμε δίπλα-δίπλα, να αστειευτούμε, να αναπολήσουμε στιγμές της διαδρομής και, φυσικά, να διαπραγματευτούμε το δείπνο μας. Έχουμε μπροστά μας 3,5 χιλιόμετρα μέχρι το χωριό, ώστε να συμβιβάσουμε τις ορέξεις και τις επιθυμίες μας!



Λοιπές Πηγές & Χάρτης Διαδρομής
Tags:












Leave a comment