Τσούκα Ρόσσα – η Κόκκινη Κορυφή
Λίγοι έχουν πατήσει στο βραχώδες εκείνο μυτίκι της Τσούκα Ρόσσα (2.377 μ.) που, λες και από θεϊκή ειρωνεία, είναι λίγα μέτρα ψηλότερο από την πολύ πιο χαρακτηριστική και εντυπωσιακή προκορφή του βουνού, στην οποία δικαιολογημένα αρκούνται οι περισσότεροι. Σε συνδυασμό με την τεχνική δυσκολία που παρουσιάζει η προσέγγισή της, η κύρια κορυφή της Τσούκα Ρόσσα κατακτάται από λίγους αποφασισμένους ορειβάτες, που σχεδόν ψυχαναγκαστικά κυνηγούν μέχρι τέλους τούς τεχνητούς στόχους τους.
Δυσκολία και δεδομένα διαδρομής: Π5 – Ορειβασία (900μ./16 χλμ./10ώ.)
Χρόνος καταγραφής: 17 Αυγούστου 2023
Προτεινόμενος εξοπλισμός: Π5 (Εξοπλισμός Ορειβασίας)Όροι Χρήσης & Αποποίηση Ευθύνης
Το παρόν blog έχει χαρακτήρα απομνημονεύματος/βιωματικής αποτύπωσης, είναι ερασιτεχνικό, δεν συνιστά προτροπή για την ανάληψη των περιγραφόμενων δραστηριοτήτων και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις συμβουλές ή υπηρεσίες εξειδικευμένων επαγγελματιών. Ενδεχομένως οι πληροφορίες που παρέχονται στο παρόν blog, καθώς και σε τυχόν εξωτερικούς συνδέσμους να είναι άστοχες, ανακριβείς και παραπληνητικές, εξαιτίας των μεταβαλλόμενων συνθηκών, παρανόησης εκ μέρους του συντάκτη ή λάνθασμένης καταγραφής σε τεχνικά μέσα (GPS). Ο διαχειριστής δεν ευθύνεται καθόλου και σε καμία περίπτωση, σε οποιονδήποτε βαθμό αμέλειας, για τυχόν παρανοήσεις που δύνανται να προκύψουν από τη χρήση αυτού κατά την ενάσκηση των σχετικών δραστηριοτήτων – οι οποίες εξελίσσονται σε μη ελεγχόμενο φυσικό περιβάλλον και εμπεριέχουν εγγενείς κινδύνους για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των συμμετεχόντων. Οι επιδιδόμενοι σε αυτές οφείλουν να διασταυρώνουν τις πληροφορίες τους, να εκτιμούν τις προσωπικές τους σωματικές και τεχνικές δυνατότητες, καθώς και τις ειδικές συνθήκες κάθε εξόρμησης, την οποία αναλαμβάνουν αποκλειστικά με δική τους ευθύνη. Απαγορεύεται αυστηρά η ολική ή μερική αναπαραγωγή, ανατύπωση, παράφραση, διασκευή ή οποιαδήποτε άλλη μορφή απόδοσης του περιεχομένου του παρόντος ιστότοπου, με οποιοδήποτε μέσο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοαντιγραφικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του συντάκτη.
“It’s the questions we can’t answer that teach us the most. They teach us how to think. If you give a man an answer, all he gains is a little fact. But give him a question and he’ll look for his own answers.”
― Patrick Rothfuss, The Wise Man’s Fear
«ΤΣΟΥΚΑ ΡΟΣΣΑ… η απάτητη κορυφή», «Η μέσα κορφή της Τσούκα Ρόσσα είναι ό,τι πιο δύσκολο υπάρχει. Προσεγγίζεται μόνο αναρριχητικά και είναι από παντού εκτεθειμένη» , θέλει «ραπελάκι 12 μ.», «σκαλί 17 μ.», «…άρα λοιπόν η Τσούκα Ρόσσα μάλλον είναι η δυσκολότερη κορυφή σε σχέση με αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω, με δεύτερη ίσως την Πυραμίδα των Βαρδουσίων.», διάβαζα σε παλιά fora στο διαδίκτυο, εντυπωσιασμένος με την ένδεια επίσημης πληροφορίας για την κύρια κορυφή και την προσέγγισή της. Έβρισκα φωτογραφίες που απεικόνιζαν, έλεγαν, την κορυφή της Τσούκα Ρόσσα να ξεπετιέται κραταιή μετά το Πέρασμα του Αβάλου και αδυνατούσα να κατανοήσω σε ποιο σημείο χρειάζεται ραπέλ. Ανέσυρα από το ίντερνετ απομακρυσμένες καταχνιασμένες λήψεις με τρεις ορειβάτες πάνω σε κάτι εκτεθειμένα δόντια της κορυφογραμμής, διαφορετικά σε όψη από την πλαγιά εκείνη που, σε άλλες πηγές, αναφερόταν ως «κορυφή της Τσούκα Ρόσσα». Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στους περισσότερους χάρτες, η κορυφή των 2.377 μ. υποδεικνύεται σε εντελώς άλλο σημείο από το, κατά γενική ομολογία, ψηλότερο. Οι ερωτήσεις μου προς ντόπιους ορειβάτες παρείχαν επίσης ομιχλώδη και αντικρουόμενα στοιχεία. Το μήκος του ραπέλ ασαφές, πολύ κοντά στο κρίσιμο όριο των 15 μέτρων (ένεκα μήκους σχοινιού). Η δυνατότητα επιστροφής με αναρρίχηση από το σημείο του ραπέλ αβέβαιη. Η ακριβής τεχνική δυσκολία των ανασφάλιστων ημι-αναρριχητικών περασμάτων (scrambling) ένα αίνιγμα. Μια μέρα, λοιπόν, σταμάτησα να ρωτάω. Μερικές φορές οι απαντήσεις χαρίζονται μονάχα σε όσους σηκώνονται από τη θαλπερή τους κλίνη και πάνε να τις γυρέψουν. Επιπλέον, τι είναι η εξερεύνηση χωρίς μυστήριο;
«Μάλλον θα είστε οι πρώτοι φέτος που ανεβαίνετε», είπε ο Άκης την παραμονή της ανάβασής μας, ενώ κατασιγάζαμε το άγχος της επικείμενης προσπάθειάς μας με ζαγορίτικο τσίπουρο σε πανδοχείο του Γυφτόκαμπου. «Πηγαίνετε και θα σας πει το ίδιο το βουνό τι θα κάνετε». Τούτη ήταν και η καλύτερη συμβουλή του 2023. Πήγαμε, και το βουνό είχε όρεξη για κουβέντα.



Πρόσβαση, πάρκινγκ και αφετηρία
Η Τσούκα Ρόσσα δεσπόζει στα δυτικά του Βρυσοχωρίου, στο ανατολικό Ζαγόρι. Γειτνιάζει με την Γκούρα, τη δεύτερη ψηλότερη κορυφή της Τύμφης (2.467 μ.) προς τα νότια, και τα Μεγάλα Λιθάρια στα δυτικά της. Η κορυφογραμμή της ξεπετάγεται τραχιά και αποτρεπτική πάνω από τη λεκάνη που σχηματίζεται μεταξύ της δυτικής ορθοπλαγιάς της και των Μεγάλων Λιθαριών (2.450 μ., 2410 μ., 2380 μ., 2350 μ.), η οποία βορειότερα καταλήγει στην κομβική θέση «Στάνη Κάτσανου».
Μπορεί να προσεγγίσει κανείς την Τσούκα Ρόσσα από την πλευρά του Βρυσοχωρίου, περνώντας από τη μαγική Νεραϊδόβρυση και τη Στάνη Κάτσανου και μετά ανηφορίζοντας προς τη λάκκα. Σεβαστό μέρος της διαδρομής εκτυλίσσεται σε όμορφο δασικό δρόμο, προσφέροντας ενδεείς εικόνες της βορειοανατολικής ορθοπλαγιάς του βουνού, όπου έχουν ανοιχτεί αναρριχητικές διαδρομές υψηλής δυσκολίας, που πλέον σπανίως επαναλαμβάνονται. Τελικά, η συγκεκριμένη εκδοχή της ανάβασης τρυπώνει στο δάσος, στο επαρκώς σηματοδοτημένο μονοπάτι (μπλε σημάδια) και σύντομα συναντά τη γητεμένη Νεραϊδόβρυση, όπου ο οδοιπόρος αναπόφευκτα θα κοντοσταθεί και θα αποτίσει φόρο τιμής στη νύμφη του δάσους που απλόχερα προσφέρει πάνδροσο νερό. Από εκεί, κινείται βόρεια και δυτικά, ανηφορίζοντας σταθερά, ατέλειωτα και κοπιαστικά, μέχρι τη Στάνη του Κάτσανου, από όπου αποδρά προς τα νοτιοδυτικά, για να πάρει ικανό ύψος και να βγει στη λάκκα κάτω από τη δυτική πλαγιά της Τσούκα Ρόσσα. Πρόκειται για μια πορεία πανέμορφη, κλασική, πασίγνωστη και σημειωμένη σε όλους τους ορειβατικούς χάρτες. Ταυτόχρονα, όμως, πρόκειται για μια πορεία πολύωρη, σταθερά ανηφορική και φαινομενικά ατέλειωτη – αν κάποιος δεν έχει μεριμνήσει να μετακινηθεί με κατάλληλο όχημα (ισχυρό αγροτικό, τετρακίνητο ψηλό αυτοκίνητο) μέχρι το τέλος του δασικού χωματόδρομου. Για αυτό, η προσέγγιση της Τσούκα Ρόσσα με αφετηρία το Βρυσοχώρι, γίνεται κατά προτίμηση με διανυκτέρευση στη Στάνη Κάτσανου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε βάρος και διαχείριση υλικών.
O γράφων, πιστός στην προτίμησή του για πορείες εντός του χρονικού πλαισίου μίας ημέρας (και της επικούρειας επιθυμίας για παγωμένη μπίρα και καλό φαγητό αποβραδίς), επέλεξε μια εκδοχή που τα έχει όλα, στριμωγμένα στο χρονικό πλαίσιο ενός εντατικού δεκαώρου: τη διαδρομή Τσεπέλοβο (θέση Φούνκο ή Φονικό) – Πέρασμα Αβάλου – Τσούκα Ρόσσα – Στάνη Κάτσανου – Νεραϊδόβρυση – Βρυσοχώρι. Μεριμνήσαμε, όμως, να φτάσουμε με κατάλληλο όχημα μέχρι ψηλά πάνω από το Τσεπέλοβο, στη στάνη της θέσης «Φούνκο» [39.94228, 20.83954], όπου ο πετρώδης αγροτικός δρόμος μήκους 7 χλμ. (από Τσεπέλοβο) συναντά το πολύ πυκνά σηματοδοτημένο μονοπάτι του Zagori Mountain Running 80km (κόκκινα-λευκά σημάδια). Είναι άγνωστη τυχόν δραστηριότητα τσοπανόσκυλων στα πέριξ της στάνης, η οποία, την εποχή που την προσέγγισε ο γράφων (Αύγουστος 2023), ήταν παντελώς έρημη εμβίων όντων – τσοπάνη, τσοπανόσκυλων και αμνοεριφίων. Σε κάθε περίπτωση, μια ερώτηση στους ντόπιους (ορειβάτες, trail runners), για την πιθανότητα δυσάρεστων συναπαντημάτων στο σημείο του πάρκινγκ θα μπορούσε να αποβεί σωτήρια.
Από τη θέση «Φούνκο», ξεκινά ομαλή ανηφορική βορειοανατολική πορεία μέσα από τον λάκκο των Μεγάλων Λιθαριών, μέχρι που το μονοπάτι συναπαντιέται με εκείνο του Σκαμνελλίου, ενώ στο δεξί μας χέρι ορθώνεται η επιβλητική Γκούρα. Δύο μονάχα ευχάριστες ώρες χρειάζεται κανείς για να ξεμυτίσει στο Πέρασμα του Αβάλου [39.97000, 20.85212] και αναπόφευκτα να κοντοσταθεί για να πάρει ανάσες και να φωτογραφίσει για πρώτη φορά την τόσο εντυπωσιακή προκορφή της Τσούκα Ρόσσα, που υψώνεται σαν ράμπα προς τα ουράνια.
Από εκεί, ακολουθήσαμε για λίγο το μονοπάτι που κατηφορίζει προς τη λάκκα, αλλά το αφήσαμε νωρίς και ψηλά, περίπου στο [39.97052, 20.85277] και κατόπιν κινηθήκαμε δεξιά, προκειμένου να ακολουθήσουμε την προφανή πεταλόσχημη ράχη που οδηγεί στην προκορφή της Τσούκα Ρόσσα. Ήδη, από τις φωτογραφίες και τη μακροσκοπική άποψη της προκορφής, καταφέραμε να εντοπίσουμε τα σημεία εκείνα που βγάζουν κάποια τεχνική δυσκολία πριν τη μικρή τελική κόντρα πάνω στο γρασίδι. Αρχικά υπάρχει ένα κομμάτι scrambling UIAA I πάνω σε μεγάλα, μη εκτεθειμένα βράχια (όπου περισσότερο θέλει προσοχή, μην γυρίσει κανένα πόδι) και έπειτα δύο εκτεθειμένα μικρά περάσματα μέχρι UIAA II, σε μορφή τραβέρσας, όπου καλούμαστε να μελετήσουμε ψύχραιμα τις επόμενες κινήσεις μας, τα πατήματα και τα πιασίματά μας, τα οποία, σε κάθε περίπτωση, είναι άφθονα. Πρόκειται για ένα κομμάτι που μάλλον απαιτεί καθαρή σκέψη, προσοχή και εκτίμηση τερέν για σαθρά, παρά αναρριχητική τεχνική. Μια ενδεχόμενη πτώση σε συγκεκριμένα σημεία θα μπορούσε πολύ εύκολα να αποβεί μοιραία και τούτο σίγουρα δύναται να θέσει τον οποιονδήποτε στον φαύλο κύκλο του πανικού.
Ακολουθεί μικρή πεζοπορική κόντρα ως την προκορφή. Από εκεί, πλέον, είμαστε σε θέση να ατενίσουμε, μερικές δεκάδες μέτρα πιο μακριά, την πραγματική κορυφή της Τσούκα Ρόσσα, η οποία διαφαίνεται ως ένα μικρό «δόντι» που εξέχει στα χτένια της κορυφογραμμής. Σαν τάφρο που την προστατεύει από εχθρικά πόδια, μπροστά μας έχουμε κάθετο γκρεμό περίπου 17 μέτρων, ο οποίος καταλήγει σε μικρό διάσελο/έξοδο λουκιού, όπου θα κατέβουμε με ραπέλ. Την περίοδο της ανάβασής μας υπήρχαν ήδη περασμένοι από τα ντουβάρια της προκορφής τρεις μεγάλοι λευκοί ιμάντες σε καλή κατάσταση, τους οποίους και χρησιμοποιήσαμε για το ρελέ του ραπέλ, μαζί με δικούς μας για backup, φυσικά. Χρησιμοποιήθηκε, επίσης, σχοινί 60 μέτρων και φυσικά όλα τα παραφερνάλια του ραπέλ, η περιγραφή και χρήση των οποίων δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της παρούσας δημοσίευσης. Ατάκτως ερριμμένες τριγύρω από το ρελέ υπάρχουν πέτρες όλων των μεγεθών, που πιθανώς να καταλήξουν στο κεφάλι κάποιου αναρριχητή, είτε κατά το ραπέλ είτε κατά την ανάβαση της επιστροφής και χρειάζονται τεράστια προσοχή, ιδίως από τα μέλη της ομάδας που παραμένουν στην προκορφή, σε αναμονή του ραπέλ των προηγούμενων σχοινοσυντρόφων τους. Γλιστρώντας στα σχοινιά του ραπέλ, παίρνει κανείς μια πρόγευση της αναρρίχησης που θα κληθεί να κάνει κατά την επιστροφή, η οποία φαντάζει πιο τρομακτική από ό,τι είναι στην πράξη. Αυτονοήτως, αφού όλοι είχαμε κατέβει πια στο διάσελο, το σχοινί του ραπέλ παρέμεινε κρεμασμένο, ώστε μας επέτρεψε να σκαρφαλώσουμε τον ίδιο βράχο του ραπέλ με το σχοινί από πάνω (top rope).
To επόμενο ανηφορικό κομμάτι, τα τελευταία 50 μέτρα πριν την κύρια κορυφή, εκτυλίσσεται αρχικά σε σαθρή πεζοπορική κόντρα, κατόπιν σε μικρή κεκλιμένη και ημιεκτεθειμένη πλάκα 3-4 μέτρων και κατόπιν πάνω στη βράχινη αλληλουχία μιας κόψης, η οποία απαιτεί scrambling επιπέδου UIAA I–II, που σε διάφορα σημεία δεν συγχωρεί στραβοπάτημα και –όπως και τα προηγούμενα περάσματα– απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή για τυχόν σαθρά πατήματα/πιασίματα. Το πιο εντυπωσιακό με το εν λόγω κομμάτι είναι ότι –μακροσκοπικά από την προκορφή– φάνταζε δύσκολο, απειλητικό και αδιαπέραστο και, περιμένοντας τη σειρά μου για το ραπέλ, ατένιζα τη συνέχεια με δέος και απαισιοδοξία. Τελικά, για καλή μας τύχη, το βουνό είχε τον τρόπο του να μας υποδεχθεί στην κορυφή του, προσφέροντάς μας την πολυπόθητη δίοδο βήμα-βήμα.
Στην ευρύχωρη κορυφή, όπου έχει τεθεί ένας μοναχικός κούκος, το βλέμμα σου πάει στο τσεκούρι της Γκαμήλας, στα Μεγάλα Λιθάρια, στον Καρτερό, κάτω στο Βρυσοχώρι, πίσω στην κορυφογραμμή της επιβλητικής Γκούρας… Όταν πατάς μια κορυφή και κοιτάς τη θέα, παύεις να είσαι απλός παρατηρητής και ξένο στοιχείο· γίνεσαι μέρος του περιβάλλοντος – μια μονάδα που έχει τη δική της λειτουργία μέσα στην αιώνια φύση.
Επιστροφή
Η επιστροφή μέχρι το διάσελο γίνεται αντίστροφα, από την ίδια γραμμή πρόσβασης, με την ίδια προσοχή και καθαρό μυαλό. Μερικά περάσματα δυσκολεύουν ελαφρώς στην εκδοχή της κατάβασής τους, όπως ήταν αναμένομενο, όπως, για παράδειγμα, η μικρή πλάκα πριν την κορυφή – όμως σε γενικές γραμμές το επίπεδο τεχνικής δυσκολίας παραμένει ίδιο.
Η ανάβαση του γκρεμού του ραπέλ γίνεται με top rope, από το σχοινί που έχουμε αφήσει περασμένο στο ρελέ μας. Εμείς ασφαλίσαμε από κάτω τον πρώτο, ο οποίος κατόπιν ανέλαβε να ασφαλίσει τους υπόλοιπους από πάνω. Όπως σε όλα τα βουνά, το περιβάλλον είναι εξαιρετικά επισφαλές, με επικίνδυνα επικρεμάμενα βράχια στο χείλος του βράχου και σαθρά πατήματα/πιασίματα. Όμως το ίδιο το σκαρφάλωμα είναι αρκετά βατό, για κάποιον που έχει στοιχειώδη αναρριχητική εμπειρία, και δεν χρειάζεται ειδικό αναρριχητικό παπούτσι. Υπολογίζεται σε έναν βαθμό το πολύ UIAA V-, ίσως και UIAA IV (περίπου 4 ή 5a για τους sport climbers εκεί έξω).



Φτάνοντας πίσω στο διάσελο, λίγο προτού ξαναμπείς στο σηματοδοτημένο μονοπάτι του Αγώνα, νιώθεις γεμάτος και ταυτόχρονα άδειος. Οι μεγάλες αγωνίες βρίσκονται ξοπίσω, όμως η γιορτή πρέπει να περιμένει, καθότι έχουμε ακόμα 4 ολόκληρες ώρες κατάβασης μέχρι το Βρυσοχώρι. Σε αυτές τις 4 ώρες θα βρεθούμε στη λάκκα βορείως των Μεγάλων Λιθαριών, θα σηκώσουμε –όχι για τελευταία φορά– το κεφάλι να θαυμάσουμε τη δυτική πλευρά της Τσούκα Ρόσσα, θα ξαποστάσουμε στο σταυροδρόμι της Στάνης του Κάτσανου (κάτι παραπάνω από 1 ώρα από το διάσελο) και από εκεί θα αφήσουμε πια το μονοπάτι του Αγώνα (που φεύγει προς Σιάδι Μύγας), για να ακολουθήσουμε μπλε σημάδια που κατευθύνονται βόρεια, βορειοανατολικά, κατηφορίζουν τη δασωμένη πλαγιά και καταλήγουν, ύστερα από 2,4 χιλιόμετρα περίπου, με νοτιόστροφη μεταβολή, στην ξακουστή Νεραϊδόβρυση [39.99427, 20.84884]. Στο μυστηριακό της λίκνο, θα ξεδιψάσουμε και θα πάρουμε μια βαθιά ανάσα για το τελευταίο κομμάτι της κατάβασης. Σε περίπου 700 μέτρα, βγαίνουμε από το μονοπάτι σε πλατύ δασικό δρόμο, τον οποίο μπορούμε είτε να ακολουθήσουμε για 5 χιλιόμετρα μέχρι να βγούμε πλέον στην άσφαλτο (αλλά αρκετά πιο έξω από το χωριό), είτε να αφήσουμε περίπου στο [39.99159, 20.87147] και να ακολουθήσουμε το πεζοπορικό μονοπάτι που ακολουθεί πιο ντιρέκτ βορειοανατολική κατεύθυνση προς την καρδιά του Βρυσοχωρίου (2,5 χλμ.). Σε κάθε περίπτωση, η κατάληξη θα είναι η ίδια: μια παγωμένη μπίρα στο μοναδικό καφενείο του χωριού, με την Τσούκα Ρόσσα από πάνω να ξεπροβοδίζει τους μουσαφίρηδες!
Χάρτης Διαδρομής
Tags:


















Leave a comment