Στρογγούλα – το Λούκι του Αγροφύλακα [❆]
Στους αδάμαστους ορεινούς όγκους των Τζουμέρκων, σηκώνοντας το βλέμμα από το κεφαλοχώρι των Πραμάντων προς την ατύπως εστεμμένη «Βασίλισσα του Χειμερινού Βουνού» Στρογγούλα (2.109μ.), θα διακρίνεις μια ξεχωριστή διαδρομή ανάβασης, σαν κεντρική αρτηρία στο δαιδαλώδες δίκτυο από λούκια, ζωνάρια, βράχινα περάσματα και σάρες που διατρέχουν τη βόρεια ορθοπλαγιά της. Το «Λούκι του Αγροφύλακα» είναι μια φυσική γραμμή, που ο αλπινιστής χαράσσει αβίαστα και μακροσκοπικά, καθώς ατενίζει φιλόδοξα τον εμβληματικό όγκο της Στρογγούλας που ορθώνεται κραταιή και πανέμορφη πάνω από τα φιλόξενα Πράμαντα.
To Λούκι του Αγροφύλακα ανοίχτηκε -σύμφωνα με το routes.gr- στις 27/4/1986 από τους Π. Σωτηρόπουλο – Α. Καρρά και Μ. Βασιλείου – Σ. Κουκουμπή. Αποτελεί μια υψηλής αισθητικής ορειβατική διαδρομή, που παρέχει γρήγορη πρόσβαση στη Στρογγούλα, συναντώντας ψηλά, στην κόψη, το θερινό σηματοδοτημένο μονοπάτι, λίγες δεκάδες μέτρα πριν από την κορυφή των 2.109μ.
Χρόνος καταγραφής: 16 Μαρτίου 2024
Προτεινόμενος εξοπλισμός: Χειμερινού Βουνού (συμπεριλαμβανομένων υλικών για ρελέ σε χιονισμένο/μικτό πεδίο).
Δεδομένα διαδρομής & Βαθμοί δυσκολίας:
60° / 500μ./8-10 ώρ.
UIAA Scale: PD (Λίγο Δύσκολη)
Global Commitment American Scale: Grade II (H διαδρομή απαιτεί μισή ημέρα και παρουσιάζει κάποιες τεχνικές δυσκολίες).Όροι Χρήσης & Αποποίηση Ευθύνης
Το παρόν blog έχει χαρακτήρα απομνημονεύματος/βιωματικής αποτύπωσης, είναι ερασιτεχνικό, δεν συνιστά προτροπή για την ανάληψη των περιγραφόμενων δραστηριοτήτων και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις συμβουλές ή υπηρεσίες εξειδικευμένων επαγγελματιών. Ενδεχομένως οι πληροφορίες που παρέχονται στο παρόν blog, καθώς και σε τυχόν εξωτερικούς συνδέσμους να είναι άστοχες, ανακριβείς και παραπληνητικές, εξαιτίας των μεταβαλλόμενων συνθηκών, παρανόησης εκ μέρους του συντάκτη ή λάνθασμένης καταγραφής σε τεχνικά μέσα (GPS). Ο διαχειριστής δεν ευθύνεται καθόλου και σε καμία περίπτωση, σε οποιονδήποτε βαθμό αμέλειας, για τυχόν παρανοήσεις που δύνανται να προκύψουν από τη χρήση αυτού κατά την ενάσκηση των σχετικών δραστηριοτήτων – οι οποίες εξελίσσονται σε μη ελεγχόμενο φυσικό περιβάλλον και εμπεριέχουν εγγενείς κινδύνους για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των συμμετεχόντων. Οι επιδιδόμενοι σε αυτές οφείλουν να διασταυρώνουν τις πληροφορίες τους, να εκτιμούν τις προσωπικές τους σωματικές και τεχνικές δυνατότητες, καθώς και τις ειδικές συνθήκες κάθε εξόρμησης, την οποία αναλαμβάνουν αποκλειστικά με δική τους ευθύνη. Απαγορεύεται αυστηρά η ολική ή μερική αναπαραγωγή, ανατύπωση, παράφραση, διασκευή ή οποιαδήποτε άλλη μορφή απόδοσης του περιεχομένου του παρόντος ιστότοπου, με οποιοδήποτε μέσο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοαντιγραφικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του συντάκτη.
Όπως συμβαίνει στις χειμερινές ορειβατικές διαδρομές, ο βαθμός δυσκολίας, ο χαρακτήρας και η επικινδυνότητα τού εγχειρήματος εξαρτώνται άμεσα από τις ειδικές συνθήκες (καιρό, ποιότητα και ποσότητα χιονοκάλυψης) την ημέρα της ανάβασης. Για αυτό ακριβώς και η παρούσα καταγραφή είναι, κατά κύριο λόγο, αφηγηματική/αναμνηστική, βασισμένη στο εφήμερο βίωμα της 16ης Μαρτίου 2024, οπότε και πραγματοποιήθηκε η ανάβαση από τους Κώστα Τσουκλείδη, Νίκο Ευστρατιάδη, Ιωάννα Στάη, Ηλία Χουντάλα, με την υποστήριξη της Παναγιώτας Καλαντζή, σε επίπεδο προετοιμασίας και οργάνωσης. Σε μεγάλο βαθμό, οι κρίσεις, οι εκτιμήσεις και οι εντυπώσεις μας επί της διαδρομής διαμορφώθηκαν από τις ευνοϊκές συνθήκες χιονιού και καιρού που μας χάρισε ανιδιοτελώς το βουνό, εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό του Σαββάτου.
Την παραμονή της ανάβασης, επιθεωρούσαμε κάπως σκυθρωπά τη γραμμή του Λουκιού, από κάτω, στα Πράμαντα. Είχαμε ήδη 5 ώρες οδικό ταξίδι στην πλάτη μας και αδημονούσαμε να τραταριστούμε στο θαλπερό καταφύγιο της Πόλας και του Μπάμπη. Το χιόνι φάνταζε περιορισμένο σε ποσότητα και, στα ψηλά της γραμμής (περίπου στο τελευταίο τέταρτό της), διαφαίνονταν απειλητικά βράχινα περάσματα που διέκοπταν δυσοίωνα τη χιονισμένη οδό προς την κορυφή. Απαισιοδοξία παρεισέφρυσε στη σκέψη μας, μήπως και, με τόσο λίγο χιόνι -απόρροια ενός καταθλιπτικού κλιματολογικά χειμώνα-, η επιδίωξή μας ήταν μάταιη και καταδικασμένη σε πρόωρο τέλος, κάπου εκεί ανάμεσα στα βλοσυρά, αδιαπέραστα βράχια.
Λίγη ώρα αργότερα, πάνω από τους χάρτες, τα κινητά και την παγωμένη μπίρα, είχα την τύχη να πέσω σε ένα παλαιότερο (του 2019) φωτογραφικό topo, όπου είχε σημειωθεί χαρακτηριστικό στενό πέρασμα ανάμεσα στα συμπαγή βράχια, το οποίο ο συντάκτης ονόμαζε «κλεψύδρα» και αποτελούσε τη βορινή κερκόπορτα του πέτρινου φρουρίου της Στρογγούλας.
«Ας πατήσουμε το χιόνι και βλέπουμε» συμφωνήσαμε όλοι και βάλαμε ξυπνητήρι για τις 6 το πρωί, περιμένοντας έναν ανήσυχο, κουτσουρεμένο ύπνο.
Για μια ακόμη φορά, ριχνόμασταν σε μια διαδρομή με αρκετά κενά στην πληροφόρησή μας, όχι από νωθρότητα, αλλά επειδή ακριβώς το διαδικτυακό υλικό που ανασύραμε ήταν ελάχιστο και λακωνικό: μια σύντομη περιγραφή και δυο-τρεις φωτογραφίες, αλλά και ένα εντυπωσιακό youtube βίντεο κατάβασης της διαδρομής με σκι (!) Ουδέν κακό αμιγές καλού, υποθέτω, αφού έτσι δεν στερηθήκαμε τη χαρά του αγνώστου και της εξερεύνησης.
Πρόσβαση: Αφού είχαμε μελετήσει τον χάρτη, είχαμε προαποφασίσει ότι, για την πρόσβαση στο λούκι και προκειμένου να μη χάσουμε ύψος, δεν θα αναζητούσαμε το Υδραγωγείο (που αναφέρεται σε άλλες πηγές), αλλά θα ξεκινούσαμε από το Καταφύγιο Πραμάντων, θα ακολουθούσαμε το θερινό σηματοδοτημένο μονοπάτι, με τα χαρακτηριστικά ζικ-ζακ του, και θα το αφήναμε στην τρίτη «φουρκέτα» του, πριν τη βάση του πρώτου μεγάλου πύργου [39.50551, 21.11313], για να τραβερσάρουμε λίγο δυτικότερα και να πέσουμε στα ριζά του Λουκιού του Αγροφύλακα. Πράγματι, κάτω από έναν ασύννεφο ουρανό, ξεκινήσαμε την πορεία μας, έχοντας αφήσει πίσω μας την αμφιβολία της προηγούμενης ημέρας.
Τμήμα Α (40°/200μ.)
Μισή ώρα αργότερα, βρεθήκαμε στη βάση μιας άγριας, ξέχιονης σάρας, που μας καλωσόριζε στην, υπό στενή έννοια, έναρξη της διαδρομής. Υπό συνθήκες βαρύτερου χειμώνα, στη θέση της θα υπήρχε ένας ομαλός χιονισμένος διάδρομος και δεν θα χρειαζόταν να χοροπηδάμε βράχο-βράχο, με τεταμένη την προσοχή μη γυρίσει κανένα πόδι. Δεν θα είχε χρειαστεί, επίσης, να εκτελέσουμε και 1-2 αναρριχητικές κινήσεις σε υγρά βράχια (M2), ακριβώς στο όριο της γλώσσας χιονιού, προκειμένου να σκαρφαλώσουμε το τελευταίο ξέχιονο boulder ύψους δύο μέτρων περίπου. Εν προκειμένω, με τα πρώτα ρυάκια να παιανίζουν την οβερτούρα της άνοιξης, τα βράχια γλιστρούσαν και δημιουργούσαν ανασφάλεια, ακόμα και σε καλά πατήματα.
Λίγο ψηλότερα, σε ήπια πλαγιά περίπου 35°, βγάλαμε κραμπόν-πιολέ και αποφασίσαμε να δεθούμε σε σχοινοσυντροφιά 4 ατόμων και να συνεχίσουμε με παράλληλη κίνηση. Κινούμενοι όλο και βαθύτερα, όλο και ψηλότερα στο λούκι, μας συνέπαιρνε η απόλαυση της απομόνωσης μέσα σε ένα τεράστιο σκιερό ψυγείο, με μοναδικό παράθυρο προς τον έξω κόσμο τη θέα στην πλάτη μας, προς τα Πράμαντα.
Θαρρώ πως σε κανένα σημείο η κλίση, στο εν λόγω τμήμα, δεν υπερβαίνει τις 40°. Σε κάθε περίπτωση, αισθανόμασταν άνετοι με ένα πιολέ, ενώ η ασφάλιση σε σχοινοσυντροφιά μάλλον είχε γίνει ενόψει δυσκολότερων περασμάτων ψηλότερα – όπου, ίσως, δεν θα είχαμε την ίδια ευχέρεια να κινήσουμε τις διαδικασίες δεσίματος.
TMHMA B (45°/150μ.)
Με τον πρώτο σχοινοσύντροφο ενίοτε να δυσανασχετεί με τα αραιά σημεία μαλακού χιονιού και να σηκώνει το μεγαλύτερο μέρος της σωματικής προσπάθειας, οι υπόλοιποι ρεμβάζαμε άνετοι και ωραίοι το απόκοσμα όμορφο περιβάλλον, μέχρι που έφτανε η σειρά μας να κουβαλήσουμε την ομάδα και να μουρμουρίσουμε τα «γαλλικά» μας στο χιόνι που υποχωρούσε, ευτυχώς όχι πολύ συχνά.
Μολονότι η κλίση είχε ανέβει (πλησίον των 45° – πλέον, νιώθαμε την ανάγκη να γονατίζουμε στη χιονισμένη πλαγιά, κατά τις στάσεις, ή να φτιάχνουμε παταράκια με τα πιολέ μας), η κίνηση γινόταν με άνεση και ασφάλεια «στο όρθιο» και το πιολέ χωνόταν στο χιόνι περισσότερο για στήριξη παρά για προώθηση. Ήδη αδημονούσαμε να προσεγγίσουμε την «στενωπό», εκείνο το σχίσμα ανάμεσα στα βράχια που θα χρησιμοποιούσαμε για να τρυπώσουμε στο ψηλότερο «snowfield», όπου το λούκι πλάταινε και άνοιγε, λίγο πριν τη γραμμή τερματισμού. Κάπου εκεί, πριν την «στενωπό», ξεκινά και η παραλλαγή «Προς Αποφυγήν» (Γ. Θεοχαρόπουλος – Ν. Ροδίτης – Χρ. Παππάς – Θ. Καρδαράς, 2015), η οποία αφήνει το λούκι και ανηφορίζει διαγώνια δεξιά προκειμένου να πέσει κατευθείαν στο κολωνάκι της Στρογγούλας. Προφανώς και εμείς εισπράξαμε το μήνυμα του ίδιου του ονόματός της και την αποφύγαμε… Άσε που, ενώπιόν μας, ελαφρώς προς τα αριστερά, ξετυλιγόταν μια πανέμορφη στενή γραμμή πλάτους όχι μεγαλύτερου των δύο μέτρων, που μας περίμενε πως και πως, να μας ράνει με πετραδάκια (περισσότερα για αυτό, παρακάτω).
Χρήσιμη δεξιότητα στην παράλληλη κίνηση η γρήγορη εναλλαγή στη σειρά των σχοινοσυντρόφων και το τύλιγμα του σχοινιού γύρω από το στήθος του πρώτου, το οποίο έχει και αυτό την τεχνική του, που επ’ ευκαιρίας παραθέτω στο κάτωθι κατατοπιστικότατο βίντεο.




ΤΜΗΜΑ Γ (45°/50μ.)
Σήκωσα το κεφάλι προς τα αριστερά, με την υπόλοιπη ομάδα ξοπίσω μου, και κατευθύνθηκα προς το στενό πέρασμα, την τράχηλο, που θα μας οδηγούσε, μέσα από την τρύπα της βελόνας, ψηλότερα, στις τελευταίες σχοινιές της διαδρομής. Άλλαξα θέση με τον Νίκο στην αιχμή της σχοινοσυντροφιάς και τρυπώσαμε στη στενωπό, απολαμβάνοντας τη σιωπηλή αίσθηση της εξερευνητικής μας πομπής προς τα ανώτερα διαζώματα του βουνού.
Υψώνοντας το βλέμμα, διακρίναμε ευθεία επάνω, στο «snowfield», μια συστάδα βράχων να στραφταλίζουν στη λιακάδα που έλουζε πλέον την κορυφογραμμή. Ο πρωινός παγετός έλιωνε και οι συνθήκες γίνονταν ασταθέστερες. Τα -μέχρι πρότινος πακτωμένα- σαθρά πετραδάκια έσπαγαν τα δεσμά του πρωινού πάγου και ξεχύνονταν ελεύθερα στη βουνοπλαγιά. Μερικά από αυτά αποφάσισαν να μας προϋπαντήσουν και κατρακύλησαν μέχρι την τράχηλο, τεστάροντας την τύχη μας, το κράνος μου και το πάνω μέρος του χεριού τής Τζο, που αποκόμισε επαξίως το παράσημο της ανάβασης. Κατόπιν αυτού, αποφασίσαμε να ανοίξουμε βήμα και να σπεύσουμε προς την έξοδο της τραχήλου, όπου πλέον νιώθαμε κομματάκι εγκλωβισμένοι.


ΤΜΗΜΑ Δ (60°/100μ.)
Βγαίνοντας στα πλατύτερα διαζώματα της πλαγιάς, σε αυτό που ονομάζουμε «snowfield», αναρωτηθήκαμε αν θα έπρεπε να συνεχίσουμε ευθεία και ελαφρώς δεξιά ή αριστερά, προς κάτι χαρακτηριστικά «δόντια» που βλέπαμε από μακριά. Πλέον, είχαμε επαφή με την κορυφογραμμή, δηλαδή τον τερματισμό της διαδρομής μας. Στόχος ήταν, βγαίνοντας στην κόψη, να συναντήσουμε το κλασικό μονοπάτι της Στρογγούλας. Ο λόγος του διλήμματος ήταν ότι, στο διαδίκτυο, είχαμε βρει λίγο αντιφατικά topos για αυτό το τελευταίο τμήμα της διαδρομής. Μετά από μερικά μπρος-πίσω (σε μια πλαγιά με αυξανόμενη κλίση) και ένα πρόχειρο φρεσκάρισμα των topos στο διαδίκτυο (με σήμα 4G, παρακαλώ!) προκρίθηκε η ελαφρώς δεξιόστροφη πορεία (δηλ. προς την κατεύθυνση της κορυφής), την οποία και ακολουθήσαμε κοπιωδώς. Σερνόμασταν, πλέον, στο κομμάτι με τη μεγαλύτερη κλίση της διαδρομής (60°), σε συμπαγές névé χιόνι, όπου οι μπροστινές μύτες των κραμπόν έμπαιναν όσο ακριβώς χρειαζόταν, κινούμενοι όλοι front-point.
Από εκεί και πέρα, χαράξαμε μια πορεία με το σκεπτικό να παραμείνουμε στο ευνοϊκό χιόνι και να μην εκβιάσουμε μικτά, βράχινα περάσματα. Πράγματι, πίσω από χαρακτηριστικό βράχινο τείχος το κόψαμε πάλι αριστερά, μαιανδρικά κινούμενοι μέχρι την τελική ευθεία. Ως εκ τούτου, δεν κληθήκαμε να αντιμετωπίσαμε μικτά περάσματα Μ2, τα οποία αναφέρονται σε άλλες πηγές, αλλά κινηθήκαμε σε εξαιρετικά απότομο τμήμα 60°, στο πέρας της διαδρομής.
Νικημένοι από την απροθυμία να μπλέξουμε αχρείαστα σε μικτά -και να αραδιάσουμε τον σχετικό εξοπλισμό που, μέχρι τότε, κουβαλούσαμε για ομορφιά- όπως διανύαμε τα τελευταία μέτρα της πλαγιάς, στις μύτες των κραμπόν μας, ελπίζαμε να βγούμε στο επιθυμητό σημείο της κορυφογραμμής. Σήκωσα για πολλοστή φορά το βλέμμα, κοιτώντας με προσμονή το απώτατο σημείο της πλαγιάς. Και τότε, λες και είχα γίνει κοινωνός κάποιου obscure βουκολικού οράματος, αντίκρισα ένα κεφάλι σκύλου, να μας κοιτάζει με ένα τεράστιο ερωτηματικό καρτούν πάνω από το κεφάλι του. Ήταν η Χάσκι, το σκυλάκι του Καταφυγίου!
Μαζί της, στο πλατώ πριν την κορυφή, κολατσίσαμε και απολαύσαμε το πανόραμα του ορεινού όγκου της Κακαρδίτσας (2.409 μ.) απέναντι (της ψηλότερης κορυφής του συγκροτήματος των Αθαμανικών). Εκεί συναπαντήσαμε την ευχάριστη παρέα τριών άλλων ορειβατών, που είχαν ήδη βάλει πλώρη για κορυφή, την οποία εμείς είχαμε ήδη αποφασίσει να μην επισκεφθούμε αυτή τη φορά – μια και ο βασικός στόχος είχε επιτευχθεί.
Η συνέχεια από εκείνο το πλάτωμα για τη Στρογγούλα δεν είναι ούτε προφανής ούτε εύκολη, τον χειμώνα. Περιλαμβάνει, κατά τα φαινόμενα, μια επικίνδυνη τραβέρσα, ενώ η επιστροφή από το ίδιο σημείο ίσως θέλει ραπέλ. Άλλες ορειβατικές ομάδες (που επανέλαβαν τη διαδρομή μία εβδομάδα αργότερα), στα τελευταία μέτρα του Λουκιού, δεν παρέκαμψαν τα μικτά περάσματα (όπως εμείς που το κόψαμε αριστερά λίγο πριν το τέλος), αλλά συνέχισαν ευθεία και λίγο δεξιά, με κατεύθυνση προς κορυφή, έξυπνα παρακάμπτοντας τo δύσκολο πέρασμα στο οποίο αναφέρομαι και βγαίνοντας πλησιέστερα της κορυφής.
ΚΑΤΑΒΑΣΗ
Είτε κάποιος επιλέξει να πάει στην κορυφή, είτε απλώς να ακολουθήσει το θερινό μονοπάτι για την επιστροφή του, η χειμερινή κατάβαση ενέχει δυσκολίες, των οποίων η σοβαρότητα και συχνότητα ποικίλει, αναλόγως των συνθηκών του τερέν. Η σχοινοσυντροφιά καλείται να εκτελέσει αρκετές τραβέρσες σε απότομες πλαγιές και απαιτητικά ζωνάρια που, υπό συνθήκες, σκεπάζονται από μεγάλους όγκους χιονιού.
Προκειμένου να αποφευχθεί μια τέτοια τραβέρσα, που μας έσκιαζε, βαλθήκαμε να κατεβαίνουμε απότομο λούκι (απώτατη απόληξη του «κλασικού» της Στρογγούλας). Αφού καταρριχηθήκαμε σε παγωμένο απότομο πέρασμα λίγων μέτρων, η συνέχεια προϋπόθετε ραπέλ. Είχαμε ξεκινήσει τις ρουτίνες κατασκευής ρελέ με αλουμινογωνιές και τη συζήτηση για τις επιλογές μας, καθώς ο ουρανός σκούραινε και ένα ελαφρύ ψυχρό αεράκι είχε αντικαταστήσει την άπνοια των προηγούμενων ωρών. Το πράγμα είχε γίνει αναπάντεχα σύνθετο, ενώ ήδη βρισκόμασταν 7 ώρες στο βουνό και ήδη σκεφτόμασταν το μεθεόρτιο τσίπουρο. Έριξα μια ματιά στο GPS, διαπιστώνοντας ότι το κλασικό μονοπάτι δεν απείχε και πολύ, 50-60 μέτρα στα δεξιά μας. Είδα τη γενναία Χάσκι να τραβερσάρει σε ένα πατάρι και να εξαφανίζεται πίσω από τον δεξί τοίχο του λουκιού της κατάβασης. Αποφασίσαμε να ρίξουμε μια ματιά, προτού αρχίσουμε τα χρονοβόρα ραπέλ (με ενδεχόμενο να αφήσουμε και υλικά-tribute στο βουνό). Ασφαλισμένοι στο ήδη υπάρχον ρελέ, στρίψαμε στη γωνία και -πράγματι- ούτε 40 μέτρα μακρύτερα, ένα μεγάλο κόκκινο σημάδι μάς έδειχνε τον δρόμο. Η υπόλοιπη κατάβαση ήταν διαδικαστική, πλην δε χρονοβόρα. Με αυτά και με αυτά, 10 ώρες χρειαστήκαμε για την ολοκλήρωση της ανάβασης και την επιστροφή.
Αργά το απόγευμα ήρθε και το τσούγκρισμα της μπίρας, με νέους και παλιούς φίλους, να σημάνει χαρμόσυνα την επίσημη ολοκλήρωση μιας μοναδικής ορειβατικά ημέρας.
Topos & Χάρτης Διαδρομής


Tags:














Leave a comment