Hiking Counsel

Technical Hiking Adventures in the Mountains of Greece


Τζουμέρκα – Σκάλα Σταμάτη & Ρόκα

Η Ρόκα ξεπετάγεται προκλητικά, σαν βελόνα, καταμεσής του απέραντου ορεινού τοπίου των δυτικών Τζουμέρκων, πάνω από το χωριό της Άγναντας. Είναι η κορυφή που ξεχωρίζει, καθώς κατηφορίζεις με το αυτοκίνητο προς το γεφύρι της Πλάκας που ενώνει τις όχθες του π. Αράχθου, ως άτυπη πύλη στη μυθική περιοχή των Τζουμέρκων. Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι ο συνδυασμός της ξακουστής «Σκάλας Σταμάτη», ως μονοπατιού πρόσβασης, με μια από τις δυσκολότερες κορυφές της οροσειράς συνιστά την πιο μεστή ορειβατική εμπειρία στην περιοχή.

Δυσκολία και δεδομένα διαδρομής: Π5 – Ορειβασία (740 μ./9,71 χλμ./10ώ.)
Χρόνος καταγραφής: 4 Ιουνίου 2023
Προτεινόμενος εξοπλισμός: Π5 (Εξοπλισμός Ορειβασίας)

Όροι Χρήσης & Αποποίηση Ευθύνης

Το παρόν blog έχει χαρακτήρα απομνημονεύματος/βιωματικής αποτύπωσης, είναι ερασιτεχνικό, δεν συνιστά προτροπή για την ανάληψη των περιγραφόμενων δραστηριοτήτων και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις συμβουλές ή υπηρεσίες εξειδικευμένων επαγγελματιών. Ενδεχομένως οι πληροφορίες που παρέχονται στο παρόν blog, καθώς και σε τυχόν εξωτερικούς συνδέσμους να είναι άστοχες, ανακριβείς και παραπληνητικές, εξαιτίας των μεταβαλλόμενων συνθηκών, παρανόησης εκ μέρους του συντάκτη ή λάνθασμένης καταγραφής σε τεχνικά μέσα (GPS). Ο διαχειριστής δεν ευθύνεται καθόλου και σε καμία περίπτωση, σε οποιονδήποτε βαθμό αμέλειας, για τυχόν παρανοήσεις που δύνανται να προκύψουν από τη χρήση αυτού κατά την ενάσκηση των σχετικών δραστηριοτήτων – οι οποίες εξελίσσονται σε μη ελεγχόμενο φυσικό περιβάλλον και εμπεριέχουν εγγενείς κινδύνους για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των συμμετεχόντων. Οι επιδιδόμενοι σε αυτές οφείλουν να διασταυρώνουν τις πληροφορίες τους, να εκτιμούν τις προσωπικές τους σωματικές και τεχνικές δυνατότητες, καθώς και τις ειδικές συνθήκες κάθε εξόρμησης, την οποία αναλαμβάνουν αποκλειστικά με δική τους ευθύνηΑπαγορεύεται αυστηρά η ολική ή μερική αναπαραγωγή, ανατύπωση, παράφραση, διασκευή ή οποιαδήποτε άλλη μορφή απόδοσης του περιεχομένου του παρόντος ιστότοπου, με οποιοδήποτε μέσο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοαντιγραφικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του συντάκτη.

“We are always more afraid than we wish to be, but we can always be braver than we expect.”

― Robert Jordan, Lord of Chaos


Από την πρώτη μου, κιόλας, επίσκεψη στα Τζουμέρκα, κάπου το 2016, οδηγώντας στον επαρχιακό δρόμο του μαρτυρίου μεταξύ Αμμότοπου και γεφυριού της Πλάκας, ύψωσα το βλέμμα στην επιβλητική οροσειρά και αντίκρισα στη μέση της μια κορυφούλα φαινομενικά απρόσιτη. Δεν ήταν, λοιπόν, η Στρογγούλα (2.112 μ.), στο αριστερό άκρο της κορυφογραμμής, που τράβηξε το λάγνο ορειβατικό μου βλέμμα ούτε, φυσικά, το Καταφίδι (2.393 μ.), τέρμα δεξιά – αλλά η Ρόκα (2.143 μ.), έτσι που ξεπηδούσε μυτερή, πάνω από τις απότομες δυτικές πλαγιές, σαν φρούριο απόρθητο, σαν φυσική ακρόπολη των χωριών της Άγναντας και του Καταρράκτη, στους πρόποδές της.

Αργότερα, το 2018, κάποιος από την παρέα έκανε λόγο για τη Σκάλα Σταμάτη, ένα μοναδικό ποιμενικό μονοπάτι που οδηγεί από το ορειβατικό καταφύγιο του Καταρράκτη στο οροπέδιο της Μπρέσενας, μεταξύ Καταφιδίου, Πλάκας και Γερανοβουνίου. Πρόκειται για ένα στενό, μαεστρικά χαραγμένο μονοπάτι που τραβερσάρει με απίθανο τρόπο τα απότομα, δυτικά ζωνάρια της οροσειράς, με έναν ιδανικό βαθμό έκθεσης, ώστε αισθάνεται κανείς ότι περπατάει σαν αερικό σε ορθοπλαγιές που δεν έχουν φτιαχτεί για να περπατιούνται, ενώ ταυτόχρονα έχει ικανό πλάτος ώστε να μη δημιουργεί υψηλό κίνδυνο πτώσης στον μέσο ορειβάτη. Έτσι, εκείνο το καλοκαίρι του 2018, χαράξαμε για πρώτη φορά πορεία προς Μπρέσενα, μέσω Σκάλας Σταμάτη. Εκεί, λίγο πριν την είσοδο στο οροπέδιο, παρατηρήσαμε φιλοπερίεργα ένα αριστερόστροφο κόκκινο βέλος σημειωμένο σε βράχο. Έγραφε «Ρόκα». Τότε το αγνοήσαμε και συνεχίσαμε προς Μπρέσενα και Καταφίδι, όμως το σποράκι είχε μπει: κάποια στιγμή, όταν ήμουν έτοιμος, θα κοιτούσα να ενώσω την εξωπραγματική εμπειρία της Σκάλας Σταμάτη με την πρόκληση της Ρόκας. Χρειάστηκαν έξι χρόνια για να καρποφορήσει το σποράκι εκείνο, ένεκα των εμποδίων που έθεσε ο co-vid, η αναβλητικότητά μου, οι επαγγελματικές υποχρεώσεις και οι υπόλοιπες αβελτηρίες της ζωής.

Οφείλω να ομολογήσω ότι η αρχική μας φιλοδοξία ήτανε να πιάσουμε Μπρέσενα και μετά να διερευνήσουμε έξοδο προς Γερανοβούνι και την κορυφογραμμή Στρογγούλας – Ρόκας, λύνοντας ένα ακόμη ήσσον μυστήριο των ελληνικών βουνών. Γνώριζα -από διάφορες αναφορές και χάρτες– ότι γίνεται, αλλά σε ορισμένες πηγές γινόταν λόγος για ένα δυσοίωνο πέρασμα από το Γερανοβούνι για να «πέσεις» στα πέριξ της Ρόκας, χωρίς εξαντλητικές λεπτομέρειες. Αυτό όμως είχαμε κατά νου, την παραμονή της ανάβασης, ενώ πίναμε την μπίρα μας στο Καταφύγιο των Πραμάντων. Μέχρι που είχαμε την τύχη να συναντήσουμε έναν ντόπιο οδηγό βουνού (και ιστορική μορφή της ελληνικής ορειβασίας), ο οποίος με σαφήνεια μας απέτρεψε από την κατάβαση του Γερανοβουνίου και, αντ’ αυτού πρότεινε να πάρουμε τη φυσική συνέχεια της Σκάλας Σταμάτη, που συνεχίζει να τραβερσάρει τα απότομα ζωνάρια της δυτικής ορθοπλαγιάς, οδηγώντας στο οροπέδιο κάτω από τη Ρόκα. Είχαμε ξετρυπώσει διαδικτυακά τη συγκεκριμένη εκδοχή, που κάποιος είχε βαφτίσει εύστοχα «Μονοπάτι των Ποιμένων». Alea jacta est, λοιπόν, και κάπως έτσι χαράξαμε πορεία για Καταφύγιο Καταρράκτη – Σκάλα Σταμάτη – Μονοπάτι των Ποιμένων – Ρόκα – Αγκάθι!

Στις 4 Ιουνίου 2024, με καιρό αμφίβολο, η «Εαρινή Σύναξις των Αγροφυλάκων» (οι συνορειβάτες με τους οποίους είχαμε επαναλάβει το Λούκι του Αγροφύλακα την άνοιξη) ξυπνήσαμε αξημέρωτα και με το αυτοκίνητο ανηφορίσαμε από το Καταφύγιο Πραμάντων μέχρι το Καταφύγιο του Καταρράκτη, όπου αποβιβαστήκαμε υπό βροχή και υψώσαμε το βλέμμα προς την ακριβοθώρητη Ρόκα. Είχαμε ήδη αφήσει το όχημα της επιστροφής στην άλλη πλευρά του βουνού, στη θέση «Αγκάθι», νοτίως του Καταφυγίου των Μελισσουργών, για αυτό και χρησιμοποιήσαμε ως βάση της αποστολής μας το Καταφύγιο των Πραμάντων, στο μέσο της απόστασης μεταξύ αφετηρίας και τερματισμού.

Από το Καταφύγιο του Καταρράκτη, με το Καταφίδι στα δεξιά μας, ακολουθήσαμε τακτικά κόκκινα σημάδια προς την αντίθετη κατεύθυνση (βόρεια) και αρχίσαμε να παίρνουμε ύψος, τραβερσαριστά, σε μη εκτεθειμένο μονοπάτι. Σε κάποιο σημείο χρησιμοποιήσαμε τα χέρια μας για να καβαλήσουμε μικρό βράχινο πρόσκομμα ενάμισι μέτρου (UIAA I). Αυτό το πρώτο τμήμα της ξακουστής «Σκάλας Σταμάτη» διασχίζει επανειλλημένως μικρές σάρες, που ξεχύνονται από τα ψηλότερα διαζώματα του βουνού, μέχρι τελικά να αντιπαρατεθεί ευθέως με τη δυτική πλαγιά των Τζουμέρκων, στην πρώτη μεγάλη κόντρα της ημέρας (περίπου 30 μοίρες κλίση), η οποία τεστάρει περισσότερο τα πνευμόνια μας παρά την ισορροπία μας. Που και που, κοντοστεκόμασταν, ώστε να ατενίσουμε το τοπίο πίσω μας – το κοντινό χωριό του Καταρράκτη από κάτω και, πέρα από τον π. Άραχθο, το Ξεροβούνι (1.655 μ.), στο βάθος.

Καθώς κινούμαστε, πια, στα ψηλότερα διαζώματα της Σκάλας, το μονοπάτι στενεύει, έχει πλάτος δύο σώματα στα πιο γκραν γκινιόλ σημεία του, αλλά είναι καλά πατημένο και επίπεδο, μην αφήνοντας ρεαλιστικά περιθώρια θανάσιμης πτώσης. Και, μη γελιέστε, θα είναι θανάσιμη… Μια ματιά στα αριστερά σας, προς τους γκρεμούς των εκατοντάδων μέτρων που ξεχύνονται μέχρι τους ορεινούς οικισμούς των δυτικών Τζουμέρκων, θα σας πείσει εμφατικά. Όμως, από την άλλη, η αίσθηση είναι εξωπραγματική: κινούμαστε σαν αερικά σε πλαγιές που από κάτω φάνταζαν απρόσιτες, μοιραίες. Μέχρι που, ύστερα από μιάμιση ώρα περίπου, το πεδίο πλαταίνει και το μονοπάτι διέρχεται από κατάφυτο πλάτωμα, για να κόψει και πάλι τέρμα ανατολικά. Τότε αντικρίζουμε τις «πόρτες» για το οροπέδιο της Μπρέσενας – χαρακτηριστικό λουκάκι που οδηγεί στο τέλος τής υπό στενή έννοια Σκάλας Σταμάτη, αφού πρώτα διασχίσει μια τελευταία, ευμετάβολη σάρα όπου χρειάζονται πάλι μια-δυο αναρριχητικές κινήσεις για σκαρφάλωμα σε βράχινο πέρασμα δύο μέτρων (UIAA II).

Και, κάπως έτσι, 6 χρόνια μετά, συναπαντήσαμε εκ νέου εκείνο το ερυθρό σημάδι που προέτρεπε τη συνέχεια της πορείας μας αριστερά, προς Ρόκα. Ετούτη τη φορά, ωστόσο, κάτι είχε αλλάξει: απέναντι, στο μονοπάτι, διακρίναμε ξεκάθαρα ολόφρεσκα κόκκινα σημάδια! Μια καλοδεχούμενη έκπληξη, αν μη τι άλλο, αφού σε όλες τις πηγές μας γινότανε λόγος για σχεδόν ανύπαρκτη σήμανση με αραιούς «κούκους». Στην πορεία των πραγμάτων, η καινούρια σήμανση βοήθησε πολύ στην οικονομία του χρόνου μας. Έτσι, βρεθήκαμε στο επονομαζόμενο και «Μονοπάτι των Ποιμένων», σίγουροι, πλέον, για την πεζοπορική προσβασιμότητα στη Ρόκα μέσω αυτού. Να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο μονοπάτι δεν σημειώνεται (2024) σε πολλούς βασικούς πεζοπορικούς χάρτες – για την ακρίβεια, ίσως και να μην υπάρχει επίσημος χάρτης που να το απεικονίζει – μολονότι το (κατά γενική ομολογία) πιο δύσβατο πέρασμα του Γερανοβουνίου γνωρίζει ευρύτερη χαρτογραφική προβολή.

Στη μακροσκοπική θεώρηση της τεράστιας τραβέρσας μας προς τη Ρόκα, με τη ματιά μας να σκανάρει τα απότομα διαζώματα της δυτικής πλαγιάς των Τζουμέρκων, προσπαθούσαμε συνοφρυωμένοι να διακρίνουμε τη μελλοντική γραμμή πρόσβασης. Αλλά εις μάτην. Από μακριά, θαρρεί κανείς ότι οποιοδήποτε μονοπάτι χαραγμένο στις δυτικές γκρεμίλες του Γερανοβουνίου θα είναι απότολμο και εξωπραγματικό.

Κι όμως, όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν γίνεις μέρος του βουνού και χωθείς σε μέρη που μέχρι πρότινος φάνταζαν απροσπέλαστα, διαπιστώνεις ότι είσαι τόσο μικροσκοπικός εντός του ορεινού περιβάλλοντος, ώστε πάντοτε βρίσκεις χώρο να πατήσεις, να διασχίσεις και να συνεχίσεις.

Η αισθητική, το τερέν και το είδος της πεζοπορίας παρεμφερές με εκείνο της Σκάλας Σταμάτη: ενίοτε στενό μονοπάτι, πλην δε με ικανό πλάτος, ώστε δεν εμπεριέχει υπέρμετρο ρίσκο για τον έμπειρο περιπατητή. Κινείται κανείς, με σταθερό βήμα και καθαρό νου, σε πλατώματα, διαζώματα, πετρώδεις πλαγιές και σάρες, χωρίς αναρριχητικά περάσματα, επί 2 περίπου ώρες, μέχρι να βρεθεί στη σκιά της πολυπόθητης Ρόκας και του Γερανοβουνίου.

Φτάνοντας, πλέον, στο τέλος του Μονοπατιού των Ποιμένων, στο μικρό πλατώ στα ριζά της Ρόκας, εντοπίζουμε σήμανση προς Καταρράκτη (κάτω αριστερά) και Ρόκα. Υψώνουμε το βλέμμα πάνω δεξιά στο επιβλητικό Γερανοβούνι και επαίρουμε την επιλογή μας να εγκαταλείψουμε την αρχική μας σκέψη, δηλαδή την προσέγγιση της Ρόκας μέσω Μπρέσενας και Γερανοβουνίου. Έχοντας, πλέον, εικόνα της ορεινής μορφολογίας της περιοχής, θα πω ότι η πρόσβαση στη Ρόκα μέσω Σκάλας Σταμάτη & Μονοπατιού Ποιμένων είναι υψηλής αισθητικής, ορθολογική και σχετικά (climbing is dangerous) ασφαλής και θα τη διάλεγα, σε κάθε περίπτωση, έναντι της (δυσοίωνης) εξόδου από Γερανοβούνι.

Περπατούσα στη χαρακτηριστική στενή ράχη που οδηγεί στην «ακρόπολη» της Ρόκας – ήταν λες και βάδιζα πάνω σε ρωμαϊκό aqueduct. Περάσαμε τη χαμηλή προκορφή από το πλάι, διασχίζοντας χορταριασμένη πλαγιά αξιόλογης κλίσης και χωρίς μονοπάτι. Έπειτα, αναπόφευκτα βγαίνεις σε ένα μίνι διάσελο, με κάποιο χώρο για ανάσες και οργάνωση, πριν τη διαβόητη «τραβέρσα» της Ρόκας.

Πρόκειται για ένα πέρασμα 9-10 μέτρων, ελαφρώς κατηφορικό στον πηγαιμό. Ξεκινάει ως ράμπα πλάτους ενός μέτρου, η οποία όμως μπλοκάρεται από βράχια που σε «πετάνε έξω». Έτσι, σε εκείνο το σημείο, θα πρέπει κανείς να εκτελέσει αναρριχητική τραβέρσα 5-6 κινήσεων (UIAA III), με τα πόδια του σε σταθερά πατήματα, όπου χωράει το μισό παπούτσι, και τα χέρια του σε «τσιμπητά» και «φάπες» του βράχου για ισορροπία. Από κάτω, αρκετά μέτρα γκρεμός, ενδεχόμενη πτώση θα απέβαινε μοιραία. Πρόκειται για ένα πέρασμα αποκαρδιωτικό, για όποιον δεν είναι προετοιμασμένος (από άποψη υλικών ή ψυχολογίας) και για πολλούς σημαίνει την πρόωρη εγκατάλειψη του ονείρου της Ρόκας. Ήταν, ίσως, το μοναδικό στρεσογόνο σημείο του στόχου μας. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, το προσεγγίσαμε over-prepared: φτιάξαμε ρελέ στην είσοδο της ράμπας, στείλαμε τον πρώτο με φορητές ασφάλειες (μία κατάφερε να βάλει όλη κι όλη) και αυτός με τη σειρά του φίξαρε το 30άρι σχοινί μας απέναντι, ελαχιστοποιώντας το όποιο ρίσκο για τους υπόλοιπους. Έτσι όπως εκτελούσα την επίμαχη αναρριχητική τραβέρσα, με το μισό πέλμα μου να εξέχει στο κενό και τα χέρια μου να μην τρυπώνουν, δα, και σε καμιά χούφτα της προκοπής, ήθελα να βγάλω το καπέλο σε όσους είχαν το κουράγιο και το καθαρό μυαλό να την περάσουν ανασφάλιστοι… Ίσως υπάρχει και η επιλογή να θυσιάσεις λίγο την αισθητική και τον εγωισμό σου και να περάσεις έρποντας μεταξύ ράμπας και βράχου. Σε κάθε περίπτωση, not for the faint of heart.

Στην έξοδο της τραβέρσας, σε ύψος 2 μέτρων και κάτι, υπάρχει ένα πιτόν (06.2024).

Ανασκουμπωθήκαμε και υψώσαμε το βλέμμα στην επόμενη δοκιμασία: η ανάβαση στο μικρό λούκι για την κορυφή της Ρόκας, αποτελεί φυσική συνέχεια της ψυχολογικής δοκιμασίας, που δικαίως έχει χαρίσει στη Ρόκα τον άτυπο χαρακτηρισμό μιας απαιτητικής κορυφής που απαιτεί απόλυτη συγκέντρωση και προσοχή για σαθρά πιασίματα και πατήματα. Είναι, όμως, σύντομο το λούκι – 60 μέτρα μόλις. Μέχρι να καταλάβεις την έκθεση, έχεις βρεθεί στις μικρές συμπληγάδες που, σαν την κερκόπορτα μιας δύσβατης κορυφής, σε καλωσορίζουν στο ψηλότερο σημείο της. Η θέα των ορεινών θρύλων που γεμίζουν το βλέμμα και η επιθυμία των επινικίων υποσκάπτονται από τη διπλάσια συγκέντρωση και προσοχή απαιτούνται στην κατάβαση από το ίδιο απότομο λούκι. Ειδικά στα χαμηλά -εκεί λίγο πριν την τραβέρσα- καλούμαστε να γυρίσουμε πρόσωπο στον βράχο και να εκτελέσουμε κανονική καταρρίχηση για λίγα μέτρα.

Γενικά, τόσο στο ίδιο το λούκι, όσο και ψηλότερα, στην «πύλη» της εξόδου για την κορυφή, βρήκαμε διάσπαρτα υλικά ασφάλισης, από ιμάντες μέχρι πιτόν. Χρησιμοποιήσαμε ορισμένα από αυτά, μάλιστα, για τη διαδικασία της κατάβασης, την οποία «σπάσαμε» σε δύο φάσεις, εκμεταλλευόμενοι το δεύτερο 30άρι σχοινί που είχαμε στη διάθεσή μας και κατεβαίνοντας «κουβά», με έναν δύσμοιρο dedicated ασφαλιστή στα ρελέ. H αίσθηση που αποκόμισα (έτσι όπως πισωπατούσα ρεμβάζοντας, με τον Νίκο να με κρατάει στωικά από πάνω) είναι ότι, στα ψηλότερα τμήματα του λουκιού, η κλίση μαλακώνει αισθητά και τα κατεβαίνεις με ελάχιστο καρδιοχτύπι, ενώ χαμηλότερα το πράγμα απαιτεί χέρια και μπόλικη σκέψη και περισυλλογή σε κάθε κίνηση.

Στην επιστροφή, η τραβέρσα φαντάζει αισθητά ευκολότερη, καθώς πλέον παρουσιάζει ελαφριά ανωφέρεια και τα πιασίματα εξυπηρετούν καλύτερα. Έχοντας πια ξεμπερδέψει με τα πλέον τεχνικά κομμάτια της ανάβασης και φτάνοντας στο μικρό διάσελο μεταξύ προκορφής και Ρόκας, επιτρέψαμε στον εαυτό μας να ξαποστάσει, να ανάψει το επινίκιο σιγαρέτο, να κάνει τα απαραίτητα high-fives και να πακετάρει τα αναρριχητικά υλικά στα σακίδια, μια και, στην επιστροφή, δεν προαλειφόταν η χρήση τους. Είχαμε μπροστά μας ένα γεμάτο τρίωρο περπατήματος μέχρι τη θέση «Αγκάθι». Από τη Ρόκα, κινηθήκαμε στο οικείο μονοπάτι που διασχίζει ολόκληρη την κορυφογραμμή των Τζουμέρκων, σκοπεύοντας να «πέσουμε» στη βαθιά λάκκα κάτω από την κορυφή της Πλάκας (2.364 μ.) και κατόπιν να πάρουμε την ατέρμονη κατηφορική σάρα μέχρι το πάρκινγκ στο Αγκάθι [39.48557, 21.14721]. Κατά τη διαδικασία της επιστροφής, εντυπώνονται ανεξίτηλα οι εικόνες της οροσειράς της Κακαρδίτσας, που ορθώνεται κραταιή στα ανατολικά, και η επιβλητική κορυφή της Πλάκας, που υψώνεται απρόσιτη και βλοσυρή πάνω από τα κεφάλια μας, λίγο προτού στρίψουμε αριστερά για Αγκάθι. Αυτή η ανελέητη, απότομη κατηφορική σάρα, από τη λάκκα της Πλάκας μέχρι τις στάνες στο Αγκάθι, ενώ ήδη έχεις ώρες και χιλιόμετρα στο πόδια σου, αποτελεί σοβαρή δοκιμασία καρτερίας και ορειβατικού ρεαλισμού. Καμία ανάβαση δεν τελειώνει… προτού τελειώσει. Αν αρχίσεις να σκέφτεσαι την μπίρα παίρνοντας την κατηφόρα για Αγκάθι, you’re in for a treat!

Ο δρόμος από Μελισσουργούς για Αγκάθι ήταν χειρότερος από ό,τι θυμόμουν: χωματόδρομος κακοτράχαλος ανά σημεία, που μας κλυδώνιζε λες και ήμασταν σε λεωφορείο στα ορεινά της Ινδίας. Έτσι όπως είχα αφεθεί να βολοδέρνω, με το παράθυρο ανοιχτό στο πίσω κάθισμα, σκεφτόμουν ότι, σε ένα διάστημα 8 ετών, ύστερα από πολλαπλές αναβάσεις, διασχίσεις και διαδρομές, είχα επιλύσει το μεγαλύτερο μέρος του πεζοπορικού παζλ των Τζουμέρκων. Ίσως μείνω με την απορία για το πέρασμα της Μπρέσενας από Γερανοβούνι και ίσως, πάλι, να μην βρεθώ ποτέ στην κορυφή της Πλάκας. Ας είναι… λιγοστεύουν τα χρόνια, αλλά όχι τα βουνά. Η ελληνική ορεινή φύση έχει άλλα, πιο επιτακτικά μυστήρια προς διαλεύκανση!

“Almost dead yesterday, maybe dead tomorrow, but alive, gloriously alive, today. – Mat Cauthon.”

— Robert Jordan

Λοιπές Πηγές & Χάρτης Διαδρομής

Leave a comment