Ταΰγετος – Χαλασμένο
Το «Χαλασμένο» (2.204 μ.) όρος τραβάει απαιτητικά το βλέμμα των πεζοπόρων, καθώς ατενίζουν τον δυτικό ορίζοντα από τη σαφώς λαοφιλέστερη κορυφή του Προφήτη Ηλία (2.407 μ.). Τα βράχια της αλπικής του ζώνης στραφταλίζουν στις αχτίδες τής ανατολής και, έτσι όπως ορθώνεται -μοναχικό και απόμακρο- στο ανάγλυφο της μεσσηνιακής πλευράς του Ταϋγέτου, έχει δικαίως τη φήμη τής πιο αυθεντικής και ενδιαφέρουσας, ορειβατικά, κορυφής του ορεινού συγκροτήματος.
Δυσκολία και δεδομένα διαδρομής: Π4 – Σύνθετη Πεζοπορία (1500 μ./15 χλμ./10ώ.)
Χρόνος καταγραφής: 27 Οκτωβρίου 2024
Προτεινόμενος εξοπλισμός: Π4 (Εξοπλισμός Σύνθετης Πεζοπορίας)Όροι Χρήσης & Αποποίηση Ευθύνης
Το παρόν blog έχει χαρακτήρα απομνημονεύματος/βιωματικής αποτύπωσης, είναι ερασιτεχνικό, δεν συνιστά προτροπή για την ανάληψη των περιγραφόμενων δραστηριοτήτων και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις συμβουλές ή υπηρεσίες εξειδικευμένων επαγγελματιών. Ενδεχομένως οι πληροφορίες που παρέχονται στο παρόν blog, καθώς και σε τυχόν εξωτερικούς συνδέσμους να είναι άστοχες, ανακριβείς και παραπληνητικές, εξαιτίας των μεταβαλλόμενων συνθηκών, παρανόησης εκ μέρους του συντάκτη ή λάνθασμένης καταγραφής σε τεχνικά μέσα (GPS). Ο διαχειριστής δεν ευθύνεται καθόλου και σε καμία περίπτωση, σε οποιονδήποτε βαθμό αμέλειας, για τυχόν παρανοήσεις που δύνανται να προκύψουν από τη χρήση αυτού κατά την ενάσκηση των σχετικών δραστηριοτήτων – οι οποίες εξελίσσονται σε μη ελεγχόμενο φυσικό περιβάλλον και εμπεριέχουν εγγενείς κινδύνους για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των συμμετεχόντων. Οι επιδιδόμενοι σε αυτές οφείλουν να διασταυρώνουν τις πληροφορίες τους, να εκτιμούν τις προσωπικές τους σωματικές και τεχνικές δυνατότητες, καθώς και τις ειδικές συνθήκες κάθε εξόρμησης, την οποία αναλαμβάνουν αποκλειστικά με δική τους ευθύνη. Απαγορεύεται αυστηρά η ολική ή μερική αναπαραγωγή, ανατύπωση, παράφραση, διασκευή ή οποιαδήποτε άλλη μορφή απόδοσης του περιεχομένου του παρόντος ιστότοπου, με οποιοδήποτε μέσο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοαντιγραφικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του συντάκτη.
“Once you’ve got a task to do, it’s better to do it than live with the fear of it.”
― Joe Ambercrombie, The Blade Itself
Τέσσερις ή πέντε φορές έχω βρεθεί στο ψηλότερο σημείο του Ταϋγέτου, τον Προφήτη Ηλία. Πάντοτε στρεφόμουν προς τη δύση, όχι -φυσικά- για να αγναντέψω τη μονότονη θάλασσα, αλλά για να χαράξω νοερές πεζοπορικές γραμμές προς την απόμακρη, επιβλητική κορυφή του Χαλασμένου. Το ορειβατικό μου ενδιαφέρον επιτάθηκε, μάλιστα, όταν άρχισα να διαβάζω κάποιες αναφορές ότι, τάχα, πρόκειται «για μια από τις πιο δύσβατες ελληνικές κορυφές». Πράγματι, η εκ του μακρόθεν παρατήρηση της συγκεκριμένης κορυφής δημιουργεί την αίσθηση του απόρθητου, η οποία δεν αμβλύνεται ούτε ακόμα και όταν βρίσκεσαι στη βάση της ανώτερης, βράχινης απόληξής του. Από την άλλη, δεν είναι και λίγοι οι ορειβάτες που, ακόμα και σε οργανωμένες πολυμελείς ομάδες, συρρέουν -σαν στωικά μυρμήγκια- στον γκρίζο, πέτρινο κώνο της κορυφής του. Με αυτή την αντίφαση περί της πραγματικής, εν τέλει, δυσκολίας της συγκεκριμένης ανάβασης κινήσαμε εκείνο το πρωινό της εορτής του Αγίου Δημητρίου προς τη Σπάρτη. Από εκεί, χρειάστηκαν τουλάχιστον άλλες δύο ώρες μέχρι το σημείο κατασκήνωσης και αφετηρία μας, το νεοανεγειρόμενο ορειβατικό καταφύγιο του ΕΟΣ Καλαμάτας.
Πρόσβαση και Αφετηρία: Τρεις πιθανές αφετηρίες γνωρίζω για την κορυφή του Χαλασμένου: (1) από Ρίντομο και Παναγιά Καψοδεματούσα, (2) από τις Πόρτες του Πρ. Ηλία και (3) από τον Άγιο Δημήτριο στον Νότιο Ταΰγετο. – αυτή η τελευταία εκδοχή παρουσιάζεται βιωματικά εν προκειμένω.
Λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες περί της κατάστασης των σχετικών χωματόδρομων, αποφανθήκαμε να κατευθυνθούμε προς τη θέση Άγιος Δημήτριος, όπου βρίσκεται κρήνη με πόσιμο νερό, αλλά και το νεοανεγειρόμενο ορειβατικό καταφύγιο του ΕΟΣ Καλαμάτας, διακόσια περίπου μέτρα παρακάτω. Οδικά, αφού ανηφορίσαμε στην Επαρχιακή Οδό Καρδαμύλης – Κόκκινων Λουριών, με πορεία προς Μονή Παναγιάς Γιάτρισσας, Αφήσαμε την κατ’ ευφημισμό κεντρική οδό (η οποία είχε ήδη μετατραπεί σε χωματόδρομο αμέσως μετά τη Μονή, με κάποια τοπικά νεροφαγώματα) προς το εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα. Από εκεί, το πράγμα γίνεται πιο σύνθετο: αναλόγως τους χάρτες στη συσκευή GPS σας, ενδέχεται να οδηγηθείτε σαδιστικά (και δη από το Google Maps) σε ιδιαιτέρως κακοτράχαλο δασικό δρόμο, πλήρως απροσπέλαστο από μη τετρακίνητο και ψηλό αυτοκίνητο, μολονότι υπάρχει σαφώς ηπιότερη πρόσβαση – το στίγμα της οποίας παρατίθεται στο τέλος. Σε γενικές γραμμές, η κατάσταση του χωματόδρομου κρίνεται (Οκτώβριος 2024) αξιοπρεπής και ευκόλως προσπελάσιμη από οποιαδήποτε ψηλό SUV, ή ακόμα και από χαμηλότερα αυτοκίνητα δρόμου, με τους κατάλληλους ελιγμούς και εφόσον δεν είστε συναισθηματικά δεμένοι με την πλήρη ακεραιότητα του οχήματός σας.
Ύστερα από σύντομη διαβούλευση, αποφασίστηκε η κατασκήνωση έξωθεν του νεοαναγειρόμενου καταφυγίου του ΕΟΣ Καλαμάτας. Υπήρχαν εκεί ήδη δύο τραπεζάκια υπό τη σκιά μιας οργιώδους καρυδιάς, ένας designated «χώρος κακατασκήνωσης» με τη σχετική ταμπέλα και ένα λειτουργικό αποχωρητήριο, ακόμα και τρεχούμενο νερό για ντους πλησίον! Είχαμε, επίσης, την ευκαιρία να θαυμάσουμε το πέτρινο κέλυφος του μελλοντικού ορειβατικού καταφυγίου του ΕΟΣ Καλαμάτας, που ελπίζουμε σύντομα να αποπερατωθεί και να καλύψει την υπαρκτή ανάγκης μιας ορειβατικής βάσης μεταξύ δυτικού και ανατολικού Ταϋγέτου. Στην αίσθηση ηρεμίας, απομόνωσης και διαφυγής συμβάλει και η πλήρης απουσία σήματος κινητής τηλεφωνίας σε όλη την πλευρά του βουνού – κάτι που προσέδωσε στην ορειβατική μας εξόρμηση μια γεύση εκδρομής από τα 80s.
To πρωί της 27ης Οκτωβρίου, ξύπνησα κάπως βαρύς. Το μέρος έχει τη δική του ενέργεια, τη δική του «φωνή», που καταμεσής της νύχτας ψιθυρίζει στους πιο δεκτικούς να την ακούσουν. Έτσι, με λιγοστό ύπνο, ζαλώθηκα το σακίδιό μου και μερικές σοκολάτες, μαζί με 1,5 λίτρο νερό στον ασκό μου, που ευελπιστούσα ότι θα με έφτανε. Είμαι διαβόητος για τις απειροελάχιστες ποσότητες νερού που καταναλώνω σε μια τυπική εξόρμηση. Οι πρώτες ρουφηξιές, μετά την πρώτη ανηφοριά, επεφύλασσαν τη δυσάρεστη γεύση πολυκαιρισμένου νερού, που είχε ξεχαστεί για εβδομάδες μέσα στο σωληνάκι. Δυσοίωνο. Επέπληξα σιωπηλά τον εαυτό μου και του υποσχέθηκα να είμαι επιμελέστερος στο μέλλον – καθώς, μάλιστα, τα μπατόν μου είχανε ξεμείνει στο σπίτι. Ευγενική υπενθύμιση: ο εξοπλισμός για τον οποίο ξοδεύουμε χιλιάδες ευρώ πραγματώνει τον σκοπό του όταν χρησιμοποιείται, φθείρεται, συνδέεται με εμπειρίες και κάθε του αμυχή είναι και μια ανάμνηση.
Ξεκινήσαμε, οι Μυστικοί Εφτά, από τη θέση «Μπάρμπα-Λιάς», σε υψόμετρο περίπου 1500 μ. προς το Διάσελο της Μουσγιάς και σε υψόμετρο 1800 μ., όπου θα αφήναμε το «κόκκινο» μονοπάτι (που σε βγάζει Προφήτη Ηλία) και θα μπαίναμε στο «μπλε». Σε αυτό το πρώτο κομμάτι της διαδρομής κινείται κανείς μέσα σε πανέμορφο ελατόδασος, σε μονοπάτι άριστα σημασμένο και καλά πατημένο από τους πολυπληθέστερους ορειβάτες που το χρησιμοποιούν για την πρόσβαση στον ξακουστό Προφήτη Ηλία. Κάτι λιγότερο από μία ώρα χρειάζεται κανείς για να ανηφορίσει προς βορρά και να ξεμυτίσει στο Διάσελο της Μουσγιάς, όπου αναπόδραστα θα σαστίσει, όταν για πρώτη φορά θα αντικρίσει το Χαλασμένο, να υψώνεται στο βάθος, επιβλητικό, μοναχικό και σχεδόν τρομακτικό. Θα τολμήσω να πω ότι, λόγω prominence, θέσης και ορειβατικής δυσκολίας, είναι η ομορφότερη κορυφή του Ταϋγέτου.
Νοερά, έκανα τον αποκαρδιωτικό μαθηματικό υπολογισμό: βρισκόμασταν ήδη σε υψόμετρο 1800 μέτρων και το Χαλασμένο έχει ύψος 2.204. Είχαμε ανέβει 300 μέτρα, από τον Μπαρμπα-Λια στο Διάσελο, και βάσει των αριθμητικών στοιχείων της διαδρομής είχαμε να καλύψουμε άλλα 1200 μέτρα υψομετρικής ανάβασης – εκ των 1.500 συνολικά! Τούτο σήμαινε ότι θα χάναμε ύψος, θα το ξανακερδίζαμε, έπειτα θα το ξαναχάναμε… Το μαρτύριο του Σισσύφου, στα αλήθεια, καθώς σου αποστερεί την αίσθηση της προόδου και -το κυριότερο!- προμηνύει μια επιστροφή εξίσου κουραστική με την πρόσβαση…
Λίγο χαμηλότερα, από το Διάσελο, το μονοπάτι χωρίζεται σε «κόκκινο» και «μπλε», με τη δεξιά πορεία να ανηφορίζει προς Άγιο Γεώργιο (2020 μ.) και Προφήτη Ηλία και την αριστερή να οδηγεί προς Χαλασμένο. Πόσο πιο κοντινός και απροβλημάτιστος φάνταζε ο Προφήτης Ηλίας από εκείνο το σημείο!
Θα έλεγα πως η συνέχεια, σε αυτό το δεύτερο -και πιο επίπονο- κομμάτι, εξελίχθηκε όπως αναμενόταν: από το ζενίθ της Μουσγιάς πέσαμε κάπου στα δυτικά βαθύπεδα του Προφήτη Ηλία, που είχαμε στα δεξιά μας. Κινηθήκαμε σε μια διαδοχή ζωναριών – λάκκας – ράχης για τρεις περίπου ώρες, ακολουθώντας τα ολοκαίνουργια και τακτικώς βαλμένα μπλε σημάδια. Το μονοπάτι λιγότερο πατημένο, λίγο πιο κακοτράχαλο πια. Οι «κόντρες» στα πλαϊνά της κάθε ράχης όλο και πιο απότομες, όλο και πιο απαιτητικές – με ένα μικρό ανηφορικό τμήμα σχιστολιθικής σάρας, στην οποία έκανες surf.
Στο ψηλότερο σημείο της κάθε ράχης ξαποσταίναμε πριν την επόμενη κατηφόρα, για να χάσουμε το ύψος που επίμοχθα είχαμε κερδίσει. Κοιτούσαμε το Χαλασμένο και αδυνατούσαμε να διακρίνουμε προφανείς γραμμές προσέγγισής του, ιδίως στο τελευταίο βράχινο τμήμα του. Στωικά συγκεντρωθήκαμε στο «τώρα» και, βήμα-βήμα, βρεθήκαμε στην αλπική ζώνη κάτω από τον στόχο μας.

Κάπου εκεί τα μπλε σημάδια αραίωσαν (ή τα χάσαμε). Ωστόσο, είχαμε οπτική επαφή με τον στόχο μας – το αριστερό/νότιο άκρο του βράχινου βάθρου της κορυφής, όπως την κοιτάει κανείς από το άδεντρο και χορταριασμένο αλπικό τερέν. Καθίσαμε να ξαποστάσουμε πριν το τελικό push για την κορυφή. Περπάτησα, κουρασμένος, ως την «είσοδο» του τεχνικού σκέλους, το οποίο άρχιζε με ένα πέρασμα IIου βαθμού με καλά πατήματα, δύο περίπου μέτρων. Αναρωτηθήκαμε αν ήταν το πρώτο από τα πολλά και τι μας επιφύλασσε αυτό το γυμνό, τελευταία τμήμα του βουνού, ενώ πάντοτε η χαρά του σκαρφαλώματος αμβλύνεται από την επίμονη φωνή της σύνεσης, που χαιρέκακα σου λέει «Ότι σκαρφάλωσες, θα πρέπει μετά να το κατέβεις».
Ε, λοιπόν, ποιος να το περίμενε: αυτά τα 2 πρώτα μέτρα ήτανε και το crux (τα δυσκολότερα) της όλης διαδρομής. Μετά, ακολουθώντας τα ευεργετικά και πυκνά μπλε σημάδια, παίρνεις γρήγορα και εύκολα ύψος, χρησιμοποιώντας που-και-που χέρια για στήριξη και ανόρθωση! Ο βράχος είναι σχετικά γερός, έχει τριβές και εν γένει το σκαρφάλωμα είναι εύκολο και απολαυστικό (UIAA I), ενώ η κλίση δεν πρέπει να υπερβαίνει σε κανένα σημείο τις 45 μοίρες. Αν, μάλιστα, κάποιος είναι ήδη στοιχειωδώς εξοικειωμένος με την αναρρίχηση, θα αντιμετωπίσει το εν λόγω κομμάτι ως «walk in the park». Πολύ βοηθητική και σοφά χαραγμένη είναι και η τακτική μπλε σήμανση, που σε κρατάει στην πιο βατή γραμμή της ανάβασης και δεν σε αφήνει να «βραχώσεις». Βεβαίως, είναι αυτονόητο ότι όλα θα ήταν πολύ διαφορετικά αν, για παράδειγμα, οι καιρικές συνθήκες ήταν άλλες, τα βράχια και τα χόρτα βρεγμένα και εν γένει ολόκληρη η πλαγιά ευμετάβολη και αψίκορη.
Έτσι, όπως κοντοστεκόμουν να πάρω ανάσα, με τα σύννεφα να πλησιάζουν από το Τραγοβούνι και τον Προφήτη Ηλία στην πλάτη μου, σε κακή (αθλητικά) φόρμα και με τους παλμούς στα ύψη, δεν μπόρεσα παρά να αναρωτηθώ (όχι για τελευταία φορά) τι δουλειά έχω εδώ. Έπειτα μου μύρισε το γρασίδι και τα σύννεφα, έπιασα τον βράχο, σκέφτηκα ότι βρισκόμουν σε ένα μέρος που στωικά θα υπέμενε τον χρόνο πολύ μετά από μένα, ότι είχα γίνει ένα με την αιωνιότητα και ένα κομμάτι μου θα έμενε για πάντα στο βουνό, παρατηρώντας τα σύννεφα του μέλλοντος να αιωρούνται πάνω από τα αλαζονικά, θνητά κεφάλια της ανθρωπότητας.


Είκοσι περίπου λεπτά αργότερα, βρεθήκαμε -οι τελευταίοι της συντροφιάς του Χαλασμένου- στον ημισέληνο λαιμό πριν το κολωνάκι της κορυφής. Εκεί η κλίση ήταν ηπιότερη και η χρήση των χεριών περίττευε – με εξαίρεση 1-2 στενά, μερικώς εκτεθειμένα περασματάκια, τα οποία συνίσταντο απλώς στο ότι το μονοπάτι ήτανε στενό και στα δεξιά γκρεμίλα. Χοροπηδώντας βράχο-βράχο (τον καημό), βιάστηκα να συναπαντήσω τους υπόλοιπους στο κολωνάκι των 2.204 μ. – που στην πραγματικότητα δεν ήταν κολωνάκι, αλλά ένα καλλιτέχνημα από κόκκινες σιδερόβεργες σχήματος Λ μέσα σε κύκλο. Εγκατέλειψα την προσπάθεια αποκρυπτογράφησής του όταν βγήκαν οι πρώτες σοκολάτες και οι χουρμάδες από τα σακίδια. Έστρεψα το βλέμμα νοτιανατολικά και προς το Διάσελο της Μουσγιάς. Φάνταζε τόσο μακρινό, τόσο επίμοχθο. Επικεντρώθηκα στο τώρα και ανασηκώθηκα για την επινίκια φωτογραφία κορυφής. Γράψαμε στο βιβλίο κορυφής του Ε.Ο.Σ. Καλαμάτας (που, υποθέτω, παίρνει τα εύσημα για τη σήμανση) αποτινάξαμε την ευφορία του επιτεύγματος και επικεντρωθήκαμε με τη δέουσα σοβαρότητα στο εγχείρημα της κατάβασης. Λοιπόν, αν η ανάβαση αποδείχθηκε στην πράξη κομματάκι ευκολότερη από τις προβλέψεις μας, η κατάβαση σε αυτό το τεχνικό τμήμα του Χαλασμένου εξελίχθηκε σχεδόν μεταφυσικά άνετα – λες και απλώς κατηφορίζαμε μια απότομη πλαγιά. Βάζαμε τα χέρια μας για στήριξη, ή ως μοχλό, για να προωθηθούμε χαμηλότερα, χωρίς να προβληματιστούμε σε κανένα σημείο, χωρίς να σκεφτούμε ότι κάποιο πάτημα θα μας προδώσει. Η ίδια η κλίση δεν ήτανε, δα, και τόσο τρομακτική: έδινε την εντύπωση ότι, σε ενδεχόμενη πτώση, απλώς θα κουτρουβαλήσεις λίγα μέτρα παρακάτω και θα έχεις τα παράσημα πολέμου, ως αναμνηστικά της ατυχίας σου. Καλό θα ήτανε, βέβαια, να μην τεστάρει κανείς αυτή την εικασία.
Αναμενόμενα, το μόνο σημείο που κοντοστέκεσαι να σκεφτείς πώς θα κατέβεις είναι το αρχικό crux. Ακόμα και αν βάλετε στην άκρη το στιλ και τον εγωισμό και εφαρμόσετε την υψηλή και διαχρονική αλπική τεχνική «κώλο-κώλο», τα δύο-τρία πατήματα που θα χρησιμοποιήσετε έχουν ικανό πλάτος για το 1/3 του παπουτσιού σας.



Θες ο νόστος του base camp, θες η αποσυμφόρηση από το στρες της ανάβασης, θες η προσμονή των εδεσμάτων του προορισμού … η επιστροφή, μολονότι περιλάμβανε άλλα 500 μέτρα συνολικής ανάβασης, έφυγε γρήγορα και ευχάριστα, με εξαίρεση εκείνο το κομμάτι με τους σχιστόλιθους-ρουλεμάν, που ήθελε μια κάποια προσοχή.
Ουσιαστικά τρεις σοβαρές «κόντρες» περιλαμβάνει η επιστροφή – με την πρώτη να έχει το σκήπτρο της πιο απότομης και την τρίτη (πριν το Διάσελο) της πιο μακριάς. Αλλά, καθώς η καταχνιά μάς «έκλεινε», εκεί στην πλαγιά πριν τη Μουσγιά, στο κεφάλι μου, για κάποιο λόγο έπαιζε το Spiegel im Spiegel του Arvo Part. Mέσα στον θόλο της ομίχλης, ήτανε λες και βρισκόμουν σε κάποιο ονειρικό ιντερλούδιο του Twin Peaks.
Από το Διάσελο της Μουσγιάς ως τον Άγιο Δημήτριο το μονοπάτι εξευγενίζεται. Ο ρυθμός μας αυξήθηκε και σχεδόν κατηφορίζαμε ανάμεσα στα έλατα «στον αυτόματο», αφηγούμενοι ιστορίες με βρικόλακες, μέχρι που οριακά μάς έπιασε το σκοτάδι. Την προηγούμενη είχε αλλάξει η ώρα και ακόμα να προσαρμοστούμε στις απαιτήσεις της μικρότερης ημέρας. Οι ανακλαστήρες στα τσίγκινα σημάδια έπιασαν τόπο (μπράβο σε όσους τα έβαλαν!) Δειπνήσαμε ολιγομίλητοι και με όρεξη, ο καθένας στις δικές του σκέψεις και προσωπικό απολογισμό.
Το δίχως άλλο, οι σκέψεις μας ανέτρεχαν στην ομορφιά της ανάβασης και στο συναίσθημα της διακριτικής και πρόσκαιρης φυσικής μας παρουσίας στο αιώνιο σύμπαν του βουνού, όπου γίναμε για λίγο κοινωνοί. Διότι το Χαλασμένο συνδυάζει αυτή την απαράμιλλη αίσθηση της συνειδητοποιημένης (εκτός συρμού) ορειβασίας υψηλής αισθητικής, του επιτεύγματος και της ιστορικότητας μιας κορυφής που προκαλεί δέος: στους πιο αρχάριους λόγω δυσκολίας και στους πιο έμπειρους λόγω της ομορφιάς του.
“And so, does the destination matter? Or is it the path we take? I declare that no accomplishment has substance nearly as great as the road used to achieve it. We are not creatures of destinations. It is the journey that shapes us. Our callused feet, our backs strong from carrying the weight of our travels, our eyes open with the fresh delight of experiences lived.”
― Brandon Sanderson, The Way of Kings


Χάρτης Διαδρομής & GPX (Wikiloc)

Tags:


















Leave a comment