Χελμός – Γαρδίκι
Το Γαρδίκι του Χελμού (2.182 μ.) δεν πατιέται και τόσο συχνά ως κορυφή-αυτοσκοπός. Είναι, κυρίως, γνωστό διότι ξεπετάγεται ανάμεσα στο Μαδερό και στα Χτένια του Χελμού, αποτελώντας τμήμα μιας εμβληματικής αλπικής κούρσας της Πελοποννήσου. Όμως, η ομορφιά του είναι αυτοτελής και η πρόσβαση σε αυτό περιλαμβάνει την εμβύθιση στις καταπράσινες βορειοανατολικές πλαγιές του Χελμού, στον κρυστάλλινο ποταμό Κράθι, όψεις της επιβλητικής Νεραϊδόραχης και των Χτενιών και, πάνω από όλα, τη διάσχιση μιας στενής, δασωμένης, τεχνικής κορυφογραμμής, της ξακουστής «Διασέλας» – της πεμπτουσίας όλης της ανάβασης.
Δυσκολία και δεδομένα διαδρομής: Π4 – Σύνθετη Πεζοπορία (1300 μ./14,3 χλμ./9ώ.)
Χρόνος καταγραφής: 1 Ιουνίου 2025
Προτεινόμενος εξοπλισμός: Π4 (Εξοπλισμός Σύνθετης Πεζοπορίας)Όροι Χρήσης & Αποποίηση Ευθύνης
Το παρόν blog έχει χαρακτήρα απομνημονεύματος/βιωματικής αποτύπωσης, είναι ερασιτεχνικό, δεν συνιστά προτροπή για την ανάληψη των περιγραφόμενων δραστηριοτήτων και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις συμβουλές ή υπηρεσίες εξειδικευμένων επαγγελματιών. Ενδεχομένως οι πληροφορίες που παρέχονται στο παρόν blog, καθώς και σε τυχόν εξωτερικούς συνδέσμους να είναι άστοχες, ανακριβείς και παραπληνητικές, εξαιτίας των μεταβαλλόμενων συνθηκών, παρανόησης εκ μέρους του συντάκτη ή λάνθασμένης καταγραφής σε τεχνικά μέσα (GPS). Ο διαχειριστής δεν ευθύνεται καθόλου και σε καμία περίπτωση, σε οποιονδήποτε βαθμό αμέλειας, για τυχόν παρανοήσεις που δύνανται να προκύψουν από τη χρήση αυτού κατά την ενάσκηση των σχετικών δραστηριοτήτων – οι οποίες εξελίσσονται σε μη ελεγχόμενο φυσικό περιβάλλον και εμπεριέχουν εγγενείς κινδύνους για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των συμμετεχόντων. Οι επιδιδόμενοι σε αυτές οφείλουν να διασταυρώνουν τις πληροφορίες τους, να εκτιμούν τις προσωπικές τους σωματικές και τεχνικές δυνατότητες, καθώς και τις ειδικές συνθήκες κάθε εξόρμησης, την οποία αναλαμβάνουν αποκλειστικά με δική τους ευθύνη. Απαγορεύεται αυστηρά η ολική ή μερική αναπαραγωγή, ανατύπωση, παράφραση, διασκευή ή οποιαδήποτε άλλη μορφή απόδοσης του περιεχομένου του παρόντος ιστότοπου, με οποιοδήποτε μέσο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοαντιγραφικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του συντάκτη.
“There are no safe paths in this part of the world. Remember you are over the Edge of the Wild now, and in for all sorts of fun wherever you go.”― The Hobbit, J.R.R. Tolkien.
Ως προς την προέλευση του ονόματος του όρους «Γαρδίκι» (2.182 μ.), consensus υπάρχει μονάχα ως προς την γλωσσική καταγωγή του, που φέρεται να είναι σλάβικη. Η σημασία του, όμως, χάνεται κάπου μεταξύ μετάφρασης και γλωσσικής μετεξέλιξης. Ίσως σημαίνει «οχυρό», «κάστρο», ίσως και «πολίχνη». Σε κάθε περίπτωση, το δικό μας Γαρδίκι στέκει μακριά από κάθε ανθρώπινο οχυρό και ανθρώπινο οικισμό, σε μια θέση φυσικά οχυρή: στα βορειοανατολικά τα βαθιά ρέματα «Λυκόρεμα» και «Κρυονέρι», στα νοτιοανατολικά απόκρημνες άβατες ορθοπλαγιές, βόρεια και νότια το Μαδερό και τα Χτένια του Χελμού. Κάθε πρόσβαση στο Γαρδίκι μοιάζει ανοιχτή μονάχα στους μύστες του βουνού και μιας εναλλακτικής ιδέας περί αυτοσυντήρησης. Ωστόσο, κάθε κάστρο έχει την «κερκόπορτά» του: στα βορειανατολικά της κορυφής του Γαρδικίου εκτείνεται η «Διασέλα» – μια επιμήκης, στενή, δασωμένη κόψη πάνω από τις «τάφρους» του Λυκορέματος και του Κρυονερίου, διά της οποίας μπορεί κάποιος να παρεισφρύσει στο ακροπύργιο του Γαρδικίου χωρίς να παραβιάσει ανεπίτρεπτα το ένστικτο της αυτοσυντήρησής του.
Πρόσβαση και Αφετηρία: Ως πιο δημοφιλής εκκίνηση για τη Διασέλα και την κορυφή του Γαρδικίου εμφανίζεται διαδικτυακά το λαοφιλές χωριό του βορειανατολικού Χελμού, η Ζαρούχλα. Ωστόσο, εμείς, θύματα μιας τάσης απομονωτισμού, μακριά από το όψιμο gentrification των βουνών, αποφασίσαμε να δούμε μια λιγότερο περπατημένη αφετηρία πρόσβασης στη «Διασέλα», δηλαδή την πλευρά του μοναχικού χωριού (τι σύμπτωση!) «Σόλο» και πιο συγκεκριμένα την ιστορική «Βρύση της Γκόλφως». Στο σημείο εκείνο έχουν ευγενικά τοποθετηθεί ξύλινα τραπέζια και παγκάκια, σε μια διακριτικά οριοθετημένη έκταση στη βάση πανύψηλων σκιερών ελάτων. Παραδίπλα, το νερό της κρήνης ρέει στο διηνεκές. Κάπου στα ψηλά μέσα στις φυλλωσιές κρώζει και τιτιβίζει κάθε λογής πτηνό, φροντίζοντας για το πρωινό μας ξύπνημα.
Χωθήκαμε στον (σχετικά ομαλό) χωματόδρoμο έξω από το χωριό, κάνοντας σλάλομ ως άσσοι του βολάν, ανάμεσα σε πέτρες και νεροφαγώματα. Η πρόσβαση με αυτοκίνητο μέχρι τη Βρύση της Γκόλφως δεν είναι αδιανόητη, αλλά ευνοεί τα ψηλότερα οχήματα που κινούνται απροβλημάτιστα σε ένα τερέν αναπάντεχα ομαλό, με δεδομένη την απομόνωση του μέρους.
Μια εναλλακτική αφετηρία είναι και η ιστορική θέση «Καστράκι» εκεί όπου και το μνημείο προς τιμήν των πεσόντων της 5ης Μαΐου 1826 στη μάχη κατά των Τουρκοαιγυπτίων του Ιμπραήμ. Παρομοίως με τη Βρύση της Γκόλφως, στον χώρο γύρωθεν του μνημείου, έχουν τοποθετηθεί ξύλινες κατασκευές προς διευκόλυνση του επισκέπτη. Λίγα μέτρα πιο πέρα, ρέει ο ποταμός Κράθις (στον οποίο οφείλει το όνομά της η Ακράτα, από το φραγκικό «à Krath»), που μάλιστα καλούμαστε να διασχίσουμε, πλατσουρίζοντας στα ρηχά νερά του. Εκεί, μια ταμπέλα δείχνει προς τα Ύδατα Στυγός, προς μια εντελώς διαφορετική περιπέτεια… Το «Καστράκι» απέχει περίπου 100 μέτρα της Βρύσης της Γκόλφως ή 720 μέτρα ανηφορικού περπατήματος.
Πάντως, ως προς την οικονομία του χρόνου, της ησυχίας και της πρόσβασης σε τρεχούμενο νερό, σίγουρα η Βρύση της Γκόλφως προκρίνεται ως πρώτης τάξεως ορμητήριο για την άλωση του Γαρδικίου.




Ξεκινώντας από τη Βρύση, το βουνό σε υποδέχεται ευγενικά, με μια κλιμάκωση, λες και θέλει να σε παρασύρει διακριτικά σε μια ολοένα και πιο σκληρή περιπέτεια: πρώτα σε χωματόδρομο, μετά απότομη στροφή αριστερά στον παρακείμενο κούκο και χωνόμαστε σε μονοπάτι μέσα σε πυκνό δάσος που μοιάζει με εμπόλεμη ζώνη σε σειρά φαντασίας, στην οποία τα δέντρα, κάθε ηλικίας, ζωντάνεψαν και επιδόθηκαν σε μάχη με απροσδιόριστο, αθέατο εχθρό. Θες από τον αέρα, τα ζιζάνια, την έλλειψη νερού, το -σχεδόν λησμονημένο- μονοπάτι μας κόπηκε ουκ ολίγες φορές από πεσμένα δέντρα – κορμούς και κλαδιά σε ένα αδιάβατο συνονθύλευμα που προσδίδει στο δάσος αγριάδα, ερημιά, απομόνωση και λίγη θλίψη.
Δεν ήταν ένα εύρωστο δάσος. Λες και η μαυρίλα τής Μόρντορ το κατέτρωγε. Όλως τυχαίως, δύο ημέρες μετά την ανάβαση, έπεσε το μάτι μου σε σχετικό άρθρο που προσπαθούσε να εξηγήσει τον αργό θάνατο των ελάτων στη Βόρεια Πελοπόννησο, ως προοίμιο ενός δυστοπικού μέλλοντος με υψηλές θερμοκρασίες, λειψυδρία και δεντροφάγα πλάσματα.
Κινούμαστε ολοένα και πιο ανατολικά. Έχουμε βάλει στόχο να βγούμε ψηλότερα, στον δασικό χωματόδρομο που έρχεται από τη Ζαρούχλα. Η σήμανση του μονοπατιού συνίσταται σε κόκκινα τρίγωνα μέσα σε άσπρο περίγραμμα και κρίνεται επαρκής, ως προς τη συχνότητα, αλλά και ως προς τη γραμμή της χάραξής της. Κάπως έτσι, αβίαστα, σαν μυρμήγκια στη φούχτα του σκιερού δάσους, κερδίζουμε κάτι λιγότερο από 300 μέτρα υψομετρικής ανάβασης και, γνωρίζοντας ότι έχουμε να ανέβουμε άλλα 900 , κοιτάμε το ρολόι μας και αισιοδοξούμε. Μόλις μία ώρα περπατάμε και σημειώνουμε πρόοδο… Ε, λοιπόν, μπορεί και να προλάβουμε μια παγωμένη μπίρα στην ταβέρνα, αργά το μεσημέρι! I dream on… Dream a little, I’ll dream on…
Ξεμυτίζοντας και πάλι στον δασικό δρόμο, το μονοπάτι ξανατρυπώνει στη νοτερή αγκαλιά του δάσους, ώστε να μας οδηγήσει, με μεταφυσική άνεση, ακόμα ψηλότερα, στα 1500 μέτρα πια, όπου συναντάμε -για τελευταία φορά- τον χωματόδρομο, βγαίνοντας σε ένα πλατύ, επίπεδο τμήμα του, που προσφέρεται ακόμα και για κατασκήνωση! Είμαστε πια στο απόγειο της οδικής γραμμής που φιδογυρίζει μεταξύ Ζαρούχλας και Σόλου. Στα νότια, οι γίγαντες του Χελμού: Στύγα, Νεραϊδόραχη, Νεραϊδάλωνο και, φυσικά, Γαρδίκι. Έστρεψα το βλέμμα μου προς την είσοδο μιας φαινομενικά άκακης, δασωμένης ράχης στην απέναντι πλευρά του δρόμου: ήταν η Διασέλα!
Περνώντας το κατώφλι της Διασέλας, ανηφορίζουμε σε ασαφές μονοπάτι και πλατύ, μαλακό, άκακο τερέν. Κοιτάμε δεξιά-αριστερά, λες και παρακολουθούμε Wimbledon, αναζητώντας κάποιου είδους σήμανση. Αραιά και που, εντοπίζουμε κάποιο πλαστικό ερυθρόλευκο κορδελάκι – ως μίνιμαλ ίχνος οιασδήποτε ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή.
Η κλίση ανεβαίνει, το τερέν αλλάζει, αγριεύει. Γίνεται πετρώδες, σαθρό… Υπό το βάρος των παπουτσιών μας, οι πέτρες από κάτω κυλάνε σαν γρανάζια σε κυλιόμενο ιμάντα, πάνω στον οποίο κινούμαστε σαν ανθρωπόμορφα χάμστερ. Το πλάτος τού αυχένα ολοένα και στενεύει, μέχρι που γίνεται κόψη. Στα δεξιά μας, δασωμένη πλαγιά 45 μοιρών που καταλήγει, 200 μέτρα χαμηλότερα, στο Λυκόρεμα. Στα αριστερά μας, απόκρημνα βράχια και, στη βάση τους, το ρέμα του Κρυνερίου. Περπατάμε στην κορυφή μιας πυραμίδας με παράπλευρες έδρες που καταλήγουν σε αβέβαιη μοίρα.
Η στρατηγική προσέγγιση της πεζοπορίας επάνω στη Διασέλα, θα μπορούσε να ταυτιστεί με τη συμβουλή του Γκάνταλφ για τη διάσχιση του Δάσους της Σκοτεινιάς. «Μην ξεστρατίσετε από το μονοπάτι. Αν το κάνετε, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα το ξαναβρείτε και τότε θα χαθείτε από προσώπου γης». Όλο τούτο θα ήταν απείρως ευκολότερο αν υπήρχε σαφές μονοπάτι να ακολουθήσει κανείς και να μη στενοχωρήσει τον Γκάνταλφ τον Γκρίζο, όμως καθ’ όλο το μήκος της Διασέλας (περίπου 3,5 χλμ) η απουσία σήμανσης είναι, σχεδόν, καθολική. Έτσι, η βασική ορειβατική δεξιότητα την οποία θα πρέπει να ανασύρει κανείς από την (επιβεβλημένη) πεζοπορική του εμπειρία είναι η νοερή χάραξη των επόμενων βημάτων, μια συνεχής αναζήτηση της βέλτιστης γραμμής, η οποία άλλοτε κινείται καθαρά πάνω στην κόψη και άλλοτε την παρακάμπτει είτε από αριστερά (σπανιότερα) είτε από δεξιά (συχνότερα, καθώς η πλευρά του Λυκορέματος είναι ηπιότερη), όπως πάει κανείς για το Γαρδίκι.





Έτσι που αναζητούσαμε το ιδανικό μονοπάτι, αναλογιζόμουν κάποιες συναισθηματικά φορτισμένες διαδικτυακές μαρτυρίες για την επικινδυνότητα της Διασέλας και τη συνεχόμενη έκθεση στην οποία καλείται να ανταποκριθεί ο φιλόδοξος πορθητής του Γαρδικίου. Πράγματι, ουδείς υπερβολικός αν καρδιοχτυπήσει, εκεί που βηματίζει δειλά-δειλά, σε τερέν ασταθές, επικλινές, σε ένα ασαφές, γεμάτο τερίπια μονοπάτι.
Σοφότερη τακτική όλων η παραμονή επί ή πλησίον της κόψης, λίγο αριστερά, λίγο δεξιά, επιστρατεύοντας τη σύνεση και όντας πάντα σε ετοιμότητα για backtrack και διόρθωση πορείας. Συχνά θα παρασυρθεί κάποιος από την οφθαλμαπάτη κάποιου ελπιδοφόρου μονοπατιού 10-20 μέτρα χαμηλότερα και θα βρεθεί μπλεγμένος στις επισφαλείς πλαγιές, να παλεύει να αναρριχηθεί ψηλότερα, γαντζωμένος σε χόρτα και σάρες. Σε γενικές γραμμές, όταν η ιδανική γραμμή απομακρύνεται από την καθαρή κόψη, το κάνει με τρόπο σαφή, αναντίρρητο και (σχεδόν πάντα) στη δεξιά πλευρά, δηλ. στην πλευρά του Λυκορέματος.
Η οικοδέσποινα Διασέλα δοκιμάζει την ορειβατική κρίση και την υπομονή με τα διαδοχικά σκαμπανεβάσματά της και την εμφατική επιβολή ενός αργού, προσεκτικού, σχεδόν τελετουργικού, ρυθμού περπατήματος. Που και που, όμως, μαλακώνει, πλαταίνει, πάνω της δεν ξεφυτρώνουν αποτρεπτικά βράχια αλλά σαφείς γραμμές, ήπια μικρά διάσελα και μικρές κορυφές με ανεμπόδιστη θέα στις βόρειες ορθοπλαγιές του Χελμού.
Αν θέλαμε να αποδομήσουμε, α-λά Jacques Derrida, την ορειβατική εμπειρία της Διασέλας και παραμερίζαμε το στρες της έλλειψης σήμανσης και της πίεσης που επιφέρει η διαρκής εγρήγορση, σε μια νηφάλια, a posteriori θεώρηση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, από καθαρά τεχνικής/αναρριχητικής άποψης, η διαδρομή δεν παρουσιάζει φοβερή δυσκολία. Αν γίνουν σωστές επιλογές κατά τη χάραξη της πορείας, τα όποια ημι-αναρριχητικά περάσματα (scrambling) είναι περιορισμένα στον αριθμό (όχι πάνω από 5 ή 6) και στην τεχνική δυσκολία (UIAA I). Απαλλαγμένος από το άγχος μιας προδιαγεγραμμένα κοπιαστικής και προκλητικής (σωματικά και ψυχολογικά) ημέρας, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είναι ακόμα και διασκεδαστικά! Όμως, οι μικρο-επιλογές πορείας είναι τόσο πολλές, ώστε είναι αδύνατη η ειδική αναφορά στα πιθανά σκαρφαλωματάκια που θα κληθεί να εκτελέσει ο καθένας, λες και η Διασέλα είναι εξατομικευμένη εμπειρία!
Για παράδειγμα, σε κάποιο σημείο -περίπου στα μισά της Διασέλας- ο γράφων προσπέρασε (όχι από σνομπισμό, αλλά από καθαρή αφηρημάδα) ηπιότερη λύση προσέγγισης στην κόψη, για να εξαναγκαστεί σε ένα κομματάκι δυσκολότερο scramble λίγα μέτρα πιο κάτω, με τους σοφούς συνορειβάτες μου να παρακολουθούν ξέγνοιαστα από την κόψη (βλέπε βίντεο). Παρεμπιπτόντως, για όλους τους παραπάνω λόγους, για την ασφάλεια της εν λόγω ανάβασης, θεωρώ επιβεβλημένη την ύπαρξη μιας συνοχικής ομάδας τη συλλογική κίνηση και συναπόφαση, χωρίς ατομικούς αυτοσχεδιασμούς και μεγάλες αποστάσεις. Στην περίπτωσή μας, η αδρεναλίνη και οι παλμοί ανέβηκαν μονάχα σε εκείνες τις (λίγες) περιπτώσεις που κάποιος πήρε το ρίσκο της εξατομικευμένης πορείας.


Καθώς το πεδίο πλαταίνει και αφήνουμε πίσω μας τη στενή ράχη της Διασέλας, υψώνουμε το βλέμμα προς το κομμάτι εκείνο της διαδρομής που προδιαγράφεται ως το πιο απαιτητικό, από άποψη ανάσας και φυσικής κατάστασης. Απομένουν άλλα 300 μέτρα ανάβασης μέχρι την κορυφή σε πεδίο ανοιχτό, μη εκτεθειμένο, που δεν απαιτεί χέρια, πλην δε με μεγάλη κλίση, ικανή να στείλει τους παλμούς στα ουράνια.
Αλαφροπατάμε σε μικρές σάρες και χαμηλή βλάστηση – τα σταθερά βράχια λίγα. Κόβουμε προς ανατολάς, μια και η direct προσέγγιση της κορυφής είναι σχεδόν αδύνατη. Ψηλότερα, ανάμεσα σε τείχη βράχων συναντάμε ένα σημείο που θυμίζει κατά τι «Πόρτες» Ταϋγέτου. Διορθώνουμε την πορεία μας και πάλι προς Νότο, μέχρι που καλύπτουμε την υψομετρική και βρισκόμαστε σε επίπεδες πλάκες – κάτι σαν προκορφή. Στο βάθος, ανάμεσα σε πράσινη, χαμηλή βλάστηση, ξεφυτρώνει το κολωνάκι της κορυφής.
Κοντοστέκομαι, μπαντάρω τα ματωμένα από τα βράχια της Διασέλας δάχτυλά μου (είχα ένα κακό σερί ατυχών πιασιμάτων). Στριφογυρνάω και εποπτεύω την νοτιοανατολική κορυφογραμμή του Χελμού, στο μέσο της οποίας βρισκόμαστε. Προς Κορινθία, οι κορυφές Καράβι (1998 μ.), Νησί (2080 μ.), Μαδερό (2.100 μ.) και στο βάθος η θελκτική Ντουρντουβάνα. Προς Αχαΐα, τα υπό στενή έννοια Χτένια του Χελμού, η Ψηλή Κορυφή (2.355 μ.), η Νεραϊδόραχη (2.341 μ.), το Νεραϊδάλωνο (2.253 μ.). Ατενίζω το ραπέλ του Μαδερού, την οδοντωτή κόψη των Χτενιών και σχεδόν σκιάζομαι από την αγριάδα του τοπίου και τις απαιτήσεις ενός μελλοντικού εγχειρήματος με τίτλο «Χτένια Χελμού». Όμως τούτο είναι ένα μελλοντικό πρόβλημα, για έναν μελλοντικό εαυτό μου.
Για την ώρα, επικεντρωνόμαστε στην επιστροφή από τα ίδια. Λόγω τερέν και Διασέλας, δεν αναμένεται σημαντικά συντομότερη. Ωστόσο, είναι αλήθεια, ότι αποδείχθηκε αισθητά πιο άνετη, τόσο ψυχολογικά όσο και σωματικά. Μάθαμε από τα λάθη του πηγαιμού, τα οποία είχαμε σημειώσει νοερά και δεν τα επαναλάβαμε. Είχαμε ήδη εξοικειωθεί με τη Διασέλα και, στο μνημονικό μας, ήδη αποτυπωνόταν ως ωραία θύμηση. Από πάνω μας, τα σύννεφα πύκνωναν, στο ιδανικό εκείνο μεταίχμιο που σε προστατεύει από τη ζέστη και τον ήλιο, χωρίς βροχή.
Εννέα ώρες μετά την πρωινή μας αναχώρηση, βρεθήκαμε και πάλι στη Βρύση της Γκόλφως. Μια χαρμολύπη μας κατέλαβε. Για το τέλος μιας μεστής ορειβατικά ημέρας, που απαίτησε να βάλουμε την όποια εμπειρία μας στο τραπέζι. Για την αρχή μιας εβδομάδας με επίπλαστα προβλήματα. Για την εμβύθιση στο δάσος, την επαφή με τη φύση και τις δυσοίωνες εικόνες των πεσμένων ελάτων.
Δύο ημέρες αργότερα, κάπου στο Ναύπλιο, με μπίρα ανά χείρας, διηγούμουν την εμπειρία της Διασέλας σε έναν φίλο, που δεν μπόρεσε να είναι μαζί μας στην ανάβαση. Προφανώς, στην αφήγησή μου είχε ήδη παρεισφρύσει η εξιδανίκευση και ο νόστος μιας ανάβασης που ανήκε στο παρελθόν. Τα λίγα καρδιοχτύπια και η κούραση είχαν ξεχαστεί, δίνοντας τη θέση τους στην immersive εμπειρία του δάσους και του παιχνιδιού στα βράχια. Ανέφερε πως, ίσως, επιχειρούσε και αυτός την ανάβαση λίαν συντόμως – σε δύο εβδομάδες. Ψέλλισα ότι θα του κάνω παρέα…
“I am looking for someone to share in an adventure that I am arranging, and it’s very difficult to find anyone.’
I should think so — in these parts! We are plain quiet folk and have no use for adventures. Nasty disturbing uncomfortable things! Make you late for dinner!”
― J.R.R. Tolkien, The Hobbit or There and Back Again





Χάρτες & Λοιπές Πηγές
Tags:









Leave a comment