Hiking Counsel

Technical Hiking Adventures in the Mountains of Greece


Δόντι Καλλιφωνίου – Β.Α. Κόψη

Η κορυφή «Δόντι» (1.822 μ.) εμπνέεται το όνομά της, προφανώς, από τη φυσική της όψη, έτσι που ξεπετιέται σαν μυτερή απόφυση μεταξύ των κορυφών του Καλλιφωνίου (1.997 μ.) και των Τριών Γυναικών (1834 μ.), στην ευρύτερη περιοχή του Ερύμανθου. Η άγνωστη βορειοανατολική του κόψη ελάχιστα πατιέται, μολονότι αποτελεί μια μεστή περιπέτειας και συγκινήσεων ορειβατική διαδρομή, αφού περιλαμβάνει ασταμάτητο scrambling, αέρινα περάσματα και τη χαρά του (σχεδόν) ανεξερεύνητου.

Δυσκολία και δεδομένα διαδρομής: Π4 – Σύνθετη Πεζοπορία (600 μ./6,3 χλμ./6ώ.)
Χρόνος καταγραφής: 5 Ιουλίου 2025
Προτεινόμενος εξοπλισμός: Π4 (Εξοπλισμός Σύνθετης Πεζοπορίας)

Όροι Χρήσης & Αποποίηση Ευθύνης

Το παρόν blog έχει χαρακτήρα απομνημονεύματος/βιωματικής αποτύπωσης, είναι ερασιτεχνικό, δεν συνιστά προτροπή για την ανάληψη των περιγραφόμενων δραστηριοτήτων και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις συμβουλές ή υπηρεσίες εξειδικευμένων επαγγελματιών. Ενδεχομένως οι πληροφορίες που παρέχονται στο παρόν blog, καθώς και σε τυχόν εξωτερικούς συνδέσμους να είναι άστοχες, ανακριβείς και παραπληνητικές, εξαιτίας των μεταβαλλόμενων συνθηκών, παρανόησης εκ μέρους του συντάκτη ή λάνθασμένης καταγραφής σε τεχνικά μέσα (GPS). Ο διαχειριστής δεν ευθύνεται καθόλου και σε καμία περίπτωση, σε οποιονδήποτε βαθμό αμέλειας, για τυχόν παρανοήσεις που δύνανται να προκύψουν από τη χρήση αυτού κατά την ενάσκηση των σχετικών δραστηριοτήτων – οι οποίες εξελίσσονται σε μη ελεγχόμενο φυσικό περιβάλλον και εμπεριέχουν εγγενείς κινδύνους για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των συμμετεχόντων. Οι επιδιδόμενοι σε αυτές οφείλουν να διασταυρώνουν τις πληροφορίες τους, να εκτιμούν τις προσωπικές τους σωματικές και τεχνικές δυνατότητες, καθώς και τις ειδικές συνθήκες κάθε εξόρμησης, την οποία αναλαμβάνουν αποκλειστικά με δική τους ευθύνηΑπαγορεύεται αυστηρά η ολική ή μερική αναπαραγωγή, ανατύπωση, παράφραση, διασκευή ή οποιαδήποτε άλλη μορφή απόδοσης του περιεχομένου του παρόντος ιστότοπου, με οποιοδήποτε μέσο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοαντιγραφικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του συντάκτη.

“I wanted to take the open valley. You chose the brambled path. I am annoyed by it and I admire you for it.” – Lae’ Zel
― Larian Studios, Baldur’s Gate III.


To αρχικό έναυσμα για τη μετάβαση στην παντελώς άσημη κόψη του Δοντιού χάνεται κάπου στα βάθη της μνήμης μου και του wikiloc. Πιθανότατα, πριν από περίπου δύο χρόνια, στην αναζήτηση κάποιας πιο «πικάντικης» διαδρομής στον Ερύμανθο, οδηγήθηκα να μελετώ τη συγκεκριμένη επιλογή, προς μια πρωτάκουστη για εμένα κορυφή. Έκτοτε, η «Βορειοανατολική Κόψη του Δοντιού» υπήρχε πάντοτε στο πίσω μέρος του μυαλού μου ως εναλλακτική πρόταση περιπέτειας εντός Πελοποννήσου – άρα και εφικτής στο πλαίσιο μίας μονάχα ημέρας. Βεβαίως, οι αντιδράσεις συνορειβατών και σχοινοσυντρόφων όταν ξεστόμιζα μια τέτοια πρόταση είχαν ως κοινή συνισταμένη το κενό βλέμμα της άγνοιας και μετά της καχύποπτης δυσπιστίας: «Πού στην ευχή είναι τούτο πάλι;»

Και -σαν να μην έφτανε αυτό- το «Δόντι» μετά βίας σημειώνεται στους χάρτες ή στη βιβλιογραφία – στη σκιά της ευρύτερα γνωστής κορυφής του Καλλιφωνίου από την οποία χωρίζεται με το άγριο και απειλητικό «Λεχουρίτικο Διάσελο». Αποτελεί, μάλλον, μια δευτερεύουσα κορυφή, που όμως τραβάει υποχρεωτικά την προσοχή, έτσι που ξεπροβάλλει κωνικό και απόκρημνο, με τη βορειανατολική κόψη του να χώνεται στο δάσος, σαν φλέβα πρησμένη από ζωή.

Έτσι όπως οδηγούσαμε στα ανατολικά των Καλαβρύτων προς το χωριό Μετόχι, στρέψαμε το βλέμμα αριστερά και μείναμε άναυδοι από την ομορφιά ενός ορεινού όγκου του Καλλιφωνίου που, κατ’ εμέ, αποτελεί αυτοτελές ορεινό συγκρότημα και όχι επιμέρους τμήμα του Ερύμανθου, από τον οποίο χωρίζεται (στο πλησιέστερο σημείο του) με το Γερμοτσανίτικο Διάσελο στα 1.430 μ. αλλά και με σεβαστή χιλιομετρική απόσταση. Στρίψαμε στον ομαλό χωματόδρομο για την κατασκήνωση «Ροδέα», η οποία σίγουρα εξασφαλίζει εύκολη προσέγγιση στους πρόποδες του Καλλιφωνίου, χωρίς απώλειες (τροχών, ημιαξονίων κ.λπ.). Ακριβώς πριν την κατασκήνωση, υπάρχει μια πέτρινη κρήνη, όπου συναντήσαμε έναν βοσκό.
-Πού πάτε παλικάρια;
– Στο Δόντι, κείθε πάνω, ανάμεσα.
– «Αναστασά» το λέμε εμείς εδώ. Μόλις γύρισα από κει.

Τέλεια, συλλογίστηκα. Εμείς κάνουμε βαρύγδουπα πλάνα, ερχόμαστε με εξοπλισμό εκατοντάδων ευρώ και γράφουμε τις περιπέτειές μας σε blog και για αυτόν… it’s another Monday. Καθ’ εις εφ ω ετάχθη. Γεμίσαμε τα παγούρια μας, αποχαιρετίσαμε τον συμπαθή, χαμογελαστό βοσκό και ανταλλάξαμε τηλέφωνα, για λόγους ασφαλείας και πιθανής μελλοντικής ανάγκης.

Κινήσαμε με το αυτοκίνητο για την «Αναστασά», λοιπόν. Λίγο παραπέρα, αφήσαμε τον κεντρικό, καλοφροντισμένο χωματόδρομο που εξυπηρετεί την κατασκήνωση και χωθήκαμε δεξιά, σε σαφώς πιο κακοτράχαλη δασική δίοδο, η οποία -όμως- μας γλίτωσε κάποια χιλιόμετρα περπατήματος εκείνο το θερμό πρωινό του Ιούλη. Στο τέρμα, πια, του δρόμου, σε ένα ξέφωτο κατάλληλο ακόμα και για κατασκήνωση, παρκάραμε στην απομόνωση του δάσους.

Πίσω μας, στα βόρεια, η κατασκήνωση Ροδέα, μπροστά μας απότομες πλαγιές. Βρισκόμασταν λίγο δυτικότερα της βορειανατολικής κόψης, στην οποία και στοχεύαμε. Το μάτι μας έπεσε σε κάποια κόκκινα σημάδια που χώνονταν ευθεία νότια μέσα στο δάσος. Όμως εμείς είχαμε κατά νου ότι η πορεία μας δεν περιελάμβανε ευρέως γνωστό ή σημασμένο μονοπάτι, ότι επρόκειτο για έναν ορειβατικό αυτοσχεδιασμό, που μας καλούσε να αγνοήσουμε την εύκολη οδό. Έτσι, αποφασίσαμε να ανηφορίσουμε την απότομη πλαγιά στα αριστερά μας και να κινηθούμε αόριστα προς το σημείο που είχαμε ορίσει ως αφετηρία της κόψης – του τεχνικού μέρους της διαδρομής μας.

Μάλλον δεν πράξαμε και πολύ σοφά: η πλαγιά την οποία ανηφορίσαμε ήταν απότομη και το τερέν σαθρό και χωμάτινο, ώστε υποχωρούσε σε κάθε μας πάτημα και μας εξανάγκαζε να σκάβουμε βήματα – λες και σκαρφαλώναμε σε χιόνι. Λίγο αργότερα, αφού είχαμε ανέβει στην πρώτη, ηπιότερη ράχη, το αυτοεπιβληθέν μαρτύριό μας έλαβε τέλος, όταν βρεθήκαμε σε πατημένο μονοπάτι-τραβέρσα που κινούνταν προς τη σωστή κατεύθυνση και προς τη βορειοανατολική κόψη του Δοντιού.

Σύντομα βρεθήκαμε μπροστά σε βράχινο τείχος. Αλλού ψηλότερο και αδιαπέραστο, αλλού χαμηλό και ξεχαρβαλωμένο, τώρα έπρεπε να βρούμε το ιδανικό σημείο εισόδου στο «κυρίως πιάτο» της αποστολής μας. Τα μπατόν μαζεύτηκαν και αντικαταστάθηκαν από… τα χέρια μας, για παν ενδεχόμενο. Πού να φανταζόμασταν ότι, για τις επόμενες τρεις ώρες, σπανίως θα κάναμε βήμα χωρίς την υποστήριξη χεριών, δακτύλων και, ενίοτε, γονάτων.

Αρχικά, η κόψη σε καλωσορίζει με εύκολα περάσματα, τα οποία περπατάς χρησιμοποιώντας τα χέρια για στήριξη, λόγω κλίσης. Η βλάστηση αραιή και θαμνώδης. Προσπαθούσαμε να μείνουμε, όσο γίνεται, στην καθαρή κόψη και να μην ξεστρατίζουμε – τόσο για λόγους ορειβατικής αισθητικής όσο και ασφάλειας. Οι πέτρες και τα βράχια, όπου υπήρχαν, προσέφεραν σταθερά πατήματα, σε αντίθεση με το χώμα και τα χαμηλά φυτά, που δυσκόλευαν την προώθησή μας, κάνοντάς την επισφαλέστερη. Θες από λανθασμένη εκτίμηση, θες από επιλογή, κάποια στιγμή παραβιάσαμε το δόγμα της «καθαρής κόψης» και βρεθήκαμε να τραβερσάρουμε στην αριστερή απότομη πλαγιά. Όταν, πια, θελήσαμε να επιστρέψουμε στην κόψη, καταλήξαμε να «χαροπαλεύουμε» σε σαθρό θαμνώδες έδαφος και βράχους αβέβαιης σταθερότητας. Κάπου εκεί, σε ένα καβάλημα ικανού ύψους, εξαναγκάστηκα να τραβηχτώ από έναν φαινομενικά σταθερό πλακέ βράχο σε μέγεθος μικρού τραπεζιού. Τον ένιωσα να σέρνεται αργά-αργά προς το στήθος μου, με φόβο να γκρεμίσει εμένα και πιθανώς τον Κώστα, που ακολουθούσε. Τον άφησα κόντρα στο ένστικτο της ισορροπίας μου και διόρθωσα τα πατήματά μου, ώστε να μείνω όρθιος. Απέμεινα με τα χέρια ψηλά, λες και παραδινόμουν σε οπλισμένους ληστές. Λίγο πιο πάνω, κοντοστάθηκα, ήπια λίγο νερό και άφησα νοερά πίσω μου ένα ήσσον συμβάν που θα μπορούσε να είχε αποβεί πολύ σοβαρότερο.

Σε αυτό το κομμάτι, το scrambling υπολογίζεται σε βαθμό UIAA I, με κάποιες κινήσεις UIAA II – αναλόγως των επιμέρους επιλογών. Μερικά μέτρα αριστερά ή δεξιά κάνουν μεγάλη διαφορά στη δυσκολία των περασμάτων που θα συναντήσεις. Ο ρυθμός οφείλει να είναι αργός και μυαλωμένος και οι αποφάσεις λαμβάνονται στη χρυσή εκείνη τομή μεταξύ επιτεύγματος/αισθητικής και ασφάλειας.

Μετά τα πρώτα ασταθή και κάπως επιφυλακτικά βήματα, ύστερα από μία ώρα εύκολου scrambling, περάσαμε στο στάδιο του παιχνιδιού και της απόλαυσης. Βρίσκεσαι, πια, σε εκείνη τη ζώνη που εξοικειώνεσαι με το είδος του βράχου, τη χλωρίδα και το χώμα, ώστε κάθε βήμα είναι όλο και σοφότερο, καθώς σιγά-σιγά εμφιλοχωρείς και γίνεσαι ένα με το άγριο τοπίο.

Όπως κινούμασταν αμέριμνοι και πιο ανάλαφροι στην κόψη, κληθήκαμε να τραβερσάρουμε κεκλιμένη πλάκα, με μικρά πατήματα σε λεπτές οριζόντιες σχισμές και καλά πιασίματα στην ανώτερη, κοφτερή απόληξή της, σαν μονόζυγο σε γλιστερή επιφάνεια. Δύο περίπου μέτρα κρατά το όλο καρδιοχτύπι, σε αυτό το crux (δυσκολότερο σημείο) όλης της ορειβατικής μας ημέρας (UIAA III), στο οποίο -για πρώτη φορά- δοκιμάστηκε το «climbing zone» των παπουτσιών μας.

Ώρες ολόκληρες φιδογυρίζαμε πάνω στην κόψη. Η κορυφή του Δοντιού ολοένα και πλησίαζε. Την ατενίζαμε ακριβώς ευθεία μπροστά, στα ανατολικά. Από το σημείο που ήμασταν, είχαμε 150 με 200 μέτρα υψομετρικής να καλύψουμε μέχρι τον στόχο των 1.822 μέτρων. Στη δισδιάστατη οπτική μας, από μακριά, η προσέγγιση φάνταζε απαγορευτική. «Ρε μάγκες, από πού θα ανέβουμε, λέτε;» αναρωτήθηκα σε κάποια φάση φωναχτά. Υψώναμε το βλέμμα όλο και συχνότερα, αναζητώντας κάποια γραμμή που μακροσκοπικά να φαντάζει λιγότερο τρομακτική. «Από κοντά, όλα φαίνονται ευκολότερα», είπε κάποιος και, μέσα στο επόμενο μισάωρο, είχε επιβεβαιωθεί πανηγυρικά.

Με τον ήλιο ανένδοτο από πάνω μας, κοντοζυγώσαμε στην τελευταία κόντρα της κορυφής. Λες και από κάποιο κοσμογονικό ξόρκι, το τερέν δεν φάνταζε, δα, και τόσο κάθετο. Χαράξαμε νοερά την πορεία ανάβασής μας, επιλέγοντας, όσο το δυνατόν, να μείνουμε στην κόψη. Στα δεξιά της, γκρεμός και ένα επισφαλές πεδίο με χορτάρια, που έμοιαζε να ανηφορίζει ζικ-ζακ προς την κορυφή. Αριστερά… ίσως θα μπορούσε κανείς να ξεστρατίσει προς τα αριστερά, να χάσει λίγο ύψος και κάποια στιγμή να συναντήσει τη γραμμή της «νορμάλ» ανάβασης. Ίσως. Εμείς, βλέποντας πως, βήμα-βήμα, η παραμονή στην κόψη ήταν μάλλον εφικτή και διασκεδαστική, εφοδιασμένοι με το momentum και την τεχνική εξοικείωση των προηγούμενων ωρών, συνεχίσαμε με αναπτερωμένο ηθικό είτε επάνω της είτε πλησίον αυτής. Είχαμε βάλει σημάδι ένα μεγάλο μοναχικό δέντρο κολλητά στην κορυφογραμμή, το οποίο περάσαμε ελάχιστα αριστερά, για να κόψουμε και πάλι λίγο δεξιά, ώστε να μην ξεφύγουμε.

Το δυσκολότερο τεχνικά σημείο αυτού του τμήματος, είναι μάλλον ένα «σήκωμα» δύο μέτρων (UIAA II) όπου απλώς κληθήκαμε να κάνουμε 2-3 εύκολες αναρριχητικές κινήσεις, σε άφθονα πατήματα (βλέπε φωτό).

Περίπου 40 μέτρα ψηλότερα, βλέπαμε κάτι που φάνταζε αρνητικός αδιαπέραστος τοίχος, προς τον οποίο κοιτούσαμε συνοφρυωμένοι. Παρά την όποια ανησυχία και ανασφάλεια, η χαρά του αγνώστου, η αμφιβολία μιας συνέχειας που δεν είναι προδιαγεγραμμένη ούτε ορίζεται από σημάδια ή GPS είναι τα εθιστικά στοιχεία τέτοιων αναβάσεων, οι οποίες -λόγω του ασαφούς, πολυσχιδούς τερέν τους- προσφέρουν σε κάθε ορειβατική μια εμπειρία πάντοτε διαφορετική στις κρίσιμες λεπτομέρειες, αφού κρίνεται από μικρο-επιλογές.

Το δόγμα «we’ll cross that bridge when we come to it» επιβεβαιώθηκε με την άφιξή μας. O αδιαπέραστος τοίχος… κόντυνε και έγινε πιο δεκτικός σε ενδεχόμενο σκαρφάλωμα. Ωστόσο, γυροφέρνοντας τον βράχο, παρακάμψαμε εύκολα το πέρασμα από δεξιά. Ε, λοιπόν, αυτό ήταν! Σε ελάχιστα λεπτά και χωρίς περαιτέρω δυσκολίες πατούσαμε στην -ορφανή τριγωνομετρικού- κορυφή του Δοντιού!

Αφού ατενίσαμε το Καλλιφώνι, το αποκαρδιωτικό Λεχουρίτικο Διάσελο και την κόψη των Τριών Γυναικών (που συμφωνήσαμε να αποτελέσει μελλοντικό project), σηκωθήκαμε για τον δρόμο της επιστροφής, την οποία θα πραγματοποιούσαμε από τη «νορμάλ» εκδοχή του βουνού, δηλαδή με κατάβαση στο ήπιο διάσελο μεταξύ Καλλιφωνίου και Τριών Γυναικών (εκεί σημειώνεται ενίοτε και μια άλλη κορυφή ονόματι Μονοδέντρι) και από εκεί περπατώντας παράλληλα της κορυφογραμμής που είχαμε ανέβει.

Η κατάβαση μέχρι το διάσελο (ας το πούμε «Διάσελο Μονοδεντρίου») είναι απότομη, σε ασταθές τερέν και θέτει σε δοκιμασία τα ταλαιπωρημένα γόνατα των μπαρουτοκαπνισμένων πρωταγωνιστών της Β.Α. κόψης, αλλά σε καμία περίπτωση δεν προβληματίζει τεχνικά. Παρομοίως, η κατηφόρα παράλληλα της κόψης και της εφαπτόμενης σε αυτή ρεματιάς γίνεται σε άχαρο τερέν, με ίχνη κατσικόστρατας και απουσία σήμανσης – πράγμα φυσικό και αναμενόμενο στις avant garde κορυφές που επιλέγουμε ως καμβά της ορειβατικής μας έκφρασης!

Καθώς το τερέν μαλακώνει και εισχωρούμε εκ νέου στο δασωμένο τμήμα, καλοδεχόμενοι τη σκιά ύστερα από ένα ολόκληρο πρωινό… ροδίσματος, ρίχνω μια τελευταία ματιά στην κόψη και θαυμάζω την ορειβατική ομορφιά αυτής της αβίαστης διαδρομής προς την άγνωστη, της περιφρονημένης ακόμα και από τους χάρτες κορυφής του Δοντιού. Όπως και τα περισσότερα πράγματα στη ζωή, η βαθιά αισθητική τρυπώνει στις παραμελημένες γωνιές του κόσμου, στα αχαρτογράφητα σοκάκια, μονοπάτια, χωριά και σπήλαια, μακριά από τα στίφη των ανθρώπων του εφήμερου.

“Life has no meaning but what we give it. I wish a few more of ye would give it a little.” – Elminster of Shadowdale”
― Ed Greenwood, Elminster: The Making of a Mage

Χάρτης Διαδρομής & GPX (Wikiloc)

Leave a comment